γύρα: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(8)
(No difference)

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Greek Monolingual

(I)
επίρρ.
γύρω.———————— (II)
η
1. περιφορά, κύκλος
2. σειρά
3. φρ. α) «βγαίνω στη γύρα» — ζητιανεύω ή επιδιώκω κάτι συστηματικά και ενοχλητικά
θ) «βγαίνω στη γύρα ή είμαι της γύρας» — είμαι πόρνη
γ) «έμπορος ή εμπόριο της γύρας» — πλανόδιος έμπορος ή εμπόριο του ποδαριού
δ) «τά φέρνω γύρα» — τά καταφέρνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυρίζω, ως υποχωρητικός σχηματισμός].