δάμνιππος: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(6_18) |
(8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δάμνιππος''': -ον, ὁ τοὺς ἵππους δαμάζων, Ὀρφ. Ἀργ. 738. | |lstext='''δάμνιππος''': -ον, ὁ τοὺς ἵππους δαμάζων, Ὀρφ. Ἀργ. 738. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[δάμνιππος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νεαρός]] [[ιππέας]] ο [[οποίος]] καβαλικεύει τα άλογα που για πρώτη [[φορά]] οδηγούνται σε [[ιππασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δαμάζει ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμν</i>- του ρ. [[δάμνημι]] «[[δαμάζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[ίππος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A horse-taming, Orph.A.740.
German (Pape)
[Seite 522] Rosse bändigend, Orph. Arg. 738.
Greek (Liddell-Scott)
δάμνιππος: -ον, ὁ τοὺς ἵππους δαμάζων, Ὀρφ. Ἀργ. 738.
Greek Monolingual
ο (Α δάμνιππος, -ον)
νεοελλ.
νεαρός ιππέας ο οποίος καβαλικεύει τα άλογα που για πρώτη φορά οδηγούνται σε ιππασία
αρχ.
όποιος δαμάζει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμν- του ρ. δάμνημι «δαμάζω» + ίππος].