γυναικοήθης: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ες [[afeminado]] Hsch.s.u. μαλακός. | |dgtxt=-ες [[afeminado]] Hsch.s.u. μαλακός. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γυναικοήθης]], -ες (Α)<br />αυτός που έχει χαρακτήρα γυναίκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυνή]], <i>γυναικός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήθης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ήθος]] «[[χαρακτήρας]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κακοήθης]], [[συνήθης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A of womanish disposition, Hsch. s.v. μαλακός.
German (Pape)
[Seite 510] ες, von weibischer Sinnesart, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικοήθης: -ες, ἔχων γυναικεῖον ἦθος, Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ες afeminado Hsch.s.u. μαλακός.
Greek Monolingual
γυναικοήθης, -ες (Α)
αυτός που έχει χαρακτήρα γυναίκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + -ήθης < ήθος «χαρακτήρας» (πρβλ. κακοήθης, συνήθης)].