δεκαπλασιάζω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
(big3_10)
(8)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[multiplicar por diez]], [[decuplicar]] δεκαπλασιάσατε ... ζητῆσαι αὐτόν haced un esfuerzo diez veces redoblado para buscarlo (a Dios)</i>, LXX <i>Ba</i>.4.28, τὰ ὀγδοήκοντα Iren.Lugd.<i>Haer</i>.1.15.2, cf. Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.465.4, 463.1.
|dgtxt=[[multiplicar por diez]], [[decuplicar]] δεκαπλασιάσατε ... ζητῆσαι αὐτόν haced un esfuerzo diez veces redoblado para buscarlo (a Dios)</i>, LXX <i>Ba</i>.4.28, τὰ ὀγδοήκοντα Iren.Lugd.<i>Haer</i>.1.15.2, cf. Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.465.4, 463.1.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[δεκαπλασιάζω]])<br />[[δεκαπλάσιος]]<br />[[πολλαπλασιάζω]] [[κάτι]] επί [[δέκα]], [[κάνω]] [[κάτι]] [[δέκα]] φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] [[κάτι]] πολύ μεγαλύτερο, το [[αυξάνω]] [[πάρα]] πολύ.
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκᾰπλᾰσιάζω Medium diacritics: δεκαπλασιάζω Low diacritics: δεκαπλασιάζω Capitals: ΔΕΚΑΠΛΑΣΙΑΖΩ
Transliteration A: dekaplasiázō Transliteration B: dekaplasiazō Transliteration C: dekaplasiazo Beta Code: dekaplasia/zw

English (LSJ)

   A multiply by ten, LXXBa.4.28, Ph.1.462.

German (Pape)

[Seite 542] verzehnfachen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δεκαπλασιάζω: μέλλ. -άσω, πολλαπλασιάζω ἐπὶ δέκα, Φιλω. 1. 462.

Spanish (DGE)

multiplicar por diez, decuplicar δεκαπλασιάσατε ... ζητῆσαι αὐτόν haced un esfuerzo diez veces redoblado para buscarlo (a Dios), LXX Ba.4.28, τὰ ὀγδοήκοντα Iren.Lugd.Haer.1.15.2, cf. Gr.Nyss.Hom.in Cant.465.4, 463.1.

Greek Monolingual

(AM δεκαπλασιάζω)
δεκαπλάσιος
πολλαπλασιάζω κάτι επί δέκα, κάνω κάτι δέκα φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο
νεοελλ.
κάνω κάτι πολύ μεγαλύτερο, το αυξάνω πάρα πολύ.