δενδράς: Difference between revisions
From LSJ
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-άδος<br />[[arbórea]] φθινοπωρὶς ἐοῦσα ... ἀπεκείρατο δενδράδα χαίτην (la tierra) en estado otoñal se despojó de su arbórea cabellera</i> Nonn.<i>D</i>.11.514, δ. λόχμη espesura arbórea</i> Nonn.<i>D</i>.13.399, δενδράδες ὗλαι Nonn.<i>D</i>.3.252. | |dgtxt=-άδος<br />[[arbórea]] φθινοπωρὶς ἐοῦσα ... ἀπεκείρατο δενδράδα χαίτην (la tierra) en estado otoñal se despojó de su arbórea cabellera</i> Nonn.<i>D</i>.11.514, δ. λόχμη espesura arbórea</i> Nonn.<i>D</i>.13.399, δενδράδες ὗλαι Nonn.<i>D</i>.3.252. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δενδράς]], η (Α)<br />[[έκταση]] με [[πολλά]] δένδρα, φυτρωμένα [[πυκνά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]]. (Για τον σχηματισμό <b>[[πρβλ]].</b> [[ηλιάς]], [[κυκλάς]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A wooded, λόχμη ib.13.399; χαίτη ib.11.514.
German (Pape)
[Seite 545] άδος, ἡ, baumreich, buschig, ὕλαι Nonn. D. 3, 252; auch χαίτη, 2, 639.
Greek (Liddell-Scott)
δενδράς: -άδος, ἡ, ἡ ἐκ πολλῶν δένδρων συγκειμένη, σύνδενδρος, Νόνν. Δ. 2. 639.
Spanish (DGE)
-άδος
arbórea φθινοπωρὶς ἐοῦσα ... ἀπεκείρατο δενδράδα χαίτην (la tierra) en estado otoñal se despojó de su arbórea cabellera Nonn.D.11.514, δ. λόχμη espesura arbórea Nonn.D.13.399, δενδράδες ὗλαι Nonn.D.3.252.
Greek Monolingual
δενδράς, η (Α)
έκταση με πολλά δένδρα, φυτρωμένα πυκνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον. (Για τον σχηματισμό πρβλ. ηλιάς, κυκλάς)].