κυκλάς

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλάς Medium diacritics: κυκλάς Low diacritics: κυκλάς Capitals: ΚΥΚΛΑΣ
Transliteration A: kyklás Transliteration B: kyklas Transliteration C: kyklas Beta Code: kukla/s

English (LSJ)

κυκλάδος, ἡ,
A encircling, αὶ Κυκλάδες νῆσοι the Cyclades, islands in the Aegaean Sea, which encircle Delos, Hdt.5.31, Th.1.4, Isoc.4.136, 12.43, cf. Theoc.17.90, Str.10.5.1: without νῆσοι, Th.2.9; so Κυκλάδας νησαίας πόλεις the cities of those islands, E.Ion1583.
2 recurrent, of time, Orph.H.53.7.
II Subst. κυκλάς (sc. ἐσθής), ἡ, a woman's garment with a border all round it, Prop.4(5).7.40.
2 part of an irrigation-machine, PLond.3.776.10 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1526] άδος, ἡ, rund, kr e i ssörmig, Orph. u. Nonn. oft; auch mit masc. verbunden, κόσμος Paul. Sil. amb. 162; – sich im Kreise bewegend, umkreisend, ὧραι, Nonn., wie Eur. Alc. 448, die im Kreislaufe wiederkehrenden Jahreszeiten; τέχνη, die Kunst, die Lanze im Kreise zu schwingen, D. 22, 208 u. öfter; – sc. ἐσθής, ein Staatskleid der Frauen, mit rund herumlaufendem Saume. – Im Kreise herumliegend, νῆσοι, Eur. Ion 1583, bes. die kykladischen Inseln des ägäischen Meeres, vgl. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
1 circulaire ; subst.κυκλάς rond, circonférence ; αἱ Κυκλάδες (νῆσοι) les Cyclades, îles de la mer Égée, disposées circulairement autour de Délos;
2 fig. qui accomplit une révolution circulaire en parl. du temps.
Étymologie: κύκλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκλάς -άδος [κύκλος] plur. dat. Κυκλάδεσσι zich in een kring(loop) voortbewegend:. ὥρα κυκλάς het seizoen dat zich in een kring voortbeweegt Eur. Alc. 448. plur. subst. αἱ Κυκλάδες (sc. νῆσοι) Cycladen.

Russian (Dvoretsky)

κυκλάς: άδος (ᾰδ) adj. f
1 кругообразно расположенная (νησαῖαι πόλεις Eur.);
2 совершающая круговое движение (ὥρα Eur. - v.l. κύκλος).

Greek Monolingual

κυκλάς, -άδος, ἡ (Α) κύκλος
1. (για την ώρα) αυτή που επανέρχεται κυκλικά
2. αυτή που περικυκλώνει κάτι
3. αυτή που περιβάλλεται από κάτι
4. μέρος αρδευτικής μηχανής
5. ως ουσ. είδος γυναικείου ενδύματος με κράσπεδο
6. φρ. «κυκλάς νοῦσος» νόσος που διαρκεί για πολύ.

Greek Monotonic

κυκλάς: -άδος, ἡ (κύκλος), κυκλικός, στρογγυλός, κυκλικός· λέγεται και για το χρόνο, επανερχόμενος, σε Ευρ.· αἱ Κυκλάδες (ενν. νῆσοι), οι Κυκλάδες, νησιά στο Αιγαίο πέλαγος, οι οποίες κυκλώνουν τη Δήλο, σε Αττ.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλάς: -άδος, ἡ, στρογγύλος, κυκλοτερής, κυκλικός· καὶ ἐπὶ χρόνου, ἐπανερχόμενος κυκλικῶς, ἐπανερχόμενος τακτικῶς, ὥρα Εὐρ. Ἄλκ. 449· αἱ Κυκλάδες (δηλ. νῆσοι), αἱ ἐν τῷ Αἰγαίῳ νῆσοι ὡς οὖσαι κύκλῳ τῆς Δήλου, Ἰσοκρ. 68D, 241C, πρβλ. Στράβ. 485· οὕτω κυκλάδας νησαίας πόλεις, τὰς ἐπὶ τῶν νήσων ἐκείνων πόλεις, Εὐρ. Ἴων 1583· ― κ. νοῦσος, δηλ. ἡ περιτομή, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 89· ― ὡς ἀρσεν., κυκλάδι κόσμῳ Παύλου Σιλ. Ἄμβων 162. 2) ὡς οὐσιαστ. κυκλὰς (ἐξυπακ. ἐσθής), ἡ, γυναικεῖον ἔνδυμα ἔχον περιθώριον ὁλόγυρα, Propert. 4. 7, 36· ― ἴδε ἐν λ. νῆσος.

Middle Liddell

κυκλάς, άδος, κύκλος
round, circular; and of time, revolving, Eur.; αἱ Κυκλάδες (sc. νῆσοἰ, the Cyclades, islands in the Aegaean sea, which encircle Delos, Attic