Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαγώγιον: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> [[derecho de peaje]] μηδένα πράττειν τὸ [[διαγώγιον]] τῶν εἰς τὸν Πόντον πλεόντων no exigirán a nadie derecho de peaje sobre las naves que se dirijan al Ponto</i> Plb.4.52.5.<br /><b class="num">2</b> [[lugar de descanso]], <i>An.Par</i>.2.166.
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> [[derecho de peaje]] μηδένα πράττειν τὸ [[διαγώγιον]] τῶν εἰς τὸν Πόντον πλεόντων no exigirán a nadie derecho de peaje sobre las naves que se dirijan al Ponto</i> Plb.4.52.5.<br /><b class="num">2</b> [[lugar de descanso]], <i>An.Par</i>.2.166.
}}
{{grml
|mltxt=[[διαγώγιον]], το (Α)<br />όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους για τον χαρακτηρισμό τών διοδίων που έπρεπε να καταβάλλουν στην [[πόλη]] του Βυζαντίου τα πλοία που διέρχονταν τον Βόσπορο.
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰγώγιον Medium diacritics: διαγώγιον Low diacritics: διαγώγιον Capitals: ΔΙΑΓΩΓΙΟΝ
Transliteration A: diagṓgion Transliteration B: diagōgion Transliteration C: diagogion Beta Code: diagw/gion

English (LSJ)

τό,

   A transit-duty, toll, Plb.4.52.5.

German (Pape)

[Seite 575] τό, Durchgangszoll, Pol. 4, 52.

Greek (Liddell-Scott)

διᾰγώγιον: τό, ὁ πρὸς διάβασιν φόρος, Πολύβ. 4. 52, 5· ἴδε παραγώγιον.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 derecho de peaje μηδένα πράττειν τὸ διαγώγιον τῶν εἰς τὸν Πόντον πλεόντων no exigirán a nadie derecho de peaje sobre las naves que se dirijan al Ponto Plb.4.52.5.
2 lugar de descanso, An.Par.2.166.

Greek Monolingual

διαγώγιον, το (Α)
όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους για τον χαρακτηρισμό τών διοδίων που έπρεπε να καταβάλλουν στην πόλη του Βυζαντίου τα πλοία που διέρχονταν τον Βόσπορο.