διακελευσμός: Difference between revisions
From LSJ
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[exhortación]], [[ánimo]], [[aliento]] πολλῇ κραυγῇ καὶ διακελευσμῷ χρώμενοι Th.7.71, προθυμίᾳ τε καὶ διακελευσμῷ ... χρωμένων I.<i>AI</i> 3.53, cf. 17.216. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[exhortación]], [[ánimo]], [[aliento]] πολλῇ κραυγῇ καὶ διακελευσμῷ χρώμενοι Th.7.71, προθυμίᾳ τε καὶ διακελευσμῷ ... χρωμένων I.<i>AI</i> 3.53, cf. 17.216. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διακελευσμός]], ο (Α) [[διακελεύομαι]]<br />[[προτροπή]], [[παρόρμηση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A exhortation, cheering on, Th.7.71, J.AJ3.2.4.
German (Pape)
[Seite 581] ὁ, das Zureden, Ermuntern, Thuc. 7, 71; – Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διακελευσμός: ὁ, παρακίνησις, παραθάρρυνσις, προτροπή, Θουκ. 7. 71. 2) ἀμοιβαία παρότυνσις, Ἰώσηπ. Ι. Α. 3. 2, 4., 17. 9, 3.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
exhortation, encouragement.
Étymologie: διακελεύομαι.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
exhortación, ánimo, aliento πολλῇ κραυγῇ καὶ διακελευσμῷ χρώμενοι Th.7.71, προθυμίᾳ τε καὶ διακελευσμῷ ... χρωμένων I.AI 3.53, cf. 17.216.
Greek Monolingual
διακελευσμός, ο (Α) διακελεύομαι
προτροπή, παρόρμηση.