διαμέρισμα: Difference between revisions
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(big3_11) |
(9) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό [[porción]]glos. a [[δάσμα]] Hsch. | |dgtxt=-ματος, τό [[porción]]glos. a [[δάσμα]] Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[τμήμα]], [[μέρος]] ενός διαχωρισμένου συνόλου<br /><b>2.</b> (για οικήματα) [[σύνολο]] δωματίων με τους απαραίτητους βοηθητικούς χώρους που χρησιμοποιείται ως [[κατοικία]] οικογένειας [[είτε]] ατόμου ή για γραφεία<br /><b>3.</b> [[τμήμα]] πόλης<br /><b>4.</b> [[μεγάλη]] διοικητική [[περιφέρεια]]<br /><b>5.</b> [[στρατιωτικός]] [[τομέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Ελληνογαλλικό Λεξικό</i> του Αγγέλου Βλάχου]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
Spanish (DGE)
-ματος, τό porciónglos. a δάσμα Hsch.
Greek Monolingual
το
1. τμήμα, μέρος ενός διαχωρισμένου συνόλου
2. (για οικήματα) σύνολο δωματίων με τους απαραίτητους βοηθητικούς χώρους που χρησιμοποιείται ως κατοικία οικογένειας είτε ατόμου ή για γραφεία
3. τμήμα πόλης
4. μεγάλη διοικητική περιφέρεια
5. στρατιωτικός τομέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγέλου Βλάχου].