διαμίγνυμι: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(Bailly1_2) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>pf. Pass. part. fém.</i> διαμεμιγμέναι;<br />entremêler, farcir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μίγνυμι]]. | |btext=<i>pf. Pass. part. fém.</i> διαμεμιγμέναι;<br />entremêler, farcir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μίγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διαμίγνυμι]] (Α)<br />[[ανακατεύω]] διαφορετικά στοιχεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[μείγνυμι]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
or διαμιγνύω (Plu.2.1131e), fut. -μίξω,
A to mix up, l.c.:— Pass., διαμεμιγμέναι Pl.Com.174.9 codd. Ath.; cf. διαμίσγω.
German (Pape)
[Seite 590] (s. μίγνυμι), durcheinander mischen, bei Ath. X, 441 f; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
διαμίγνυμι: ἢ -ύω, ἀναμιγνύω, Πλούτ. 2. 1132D.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. part. fém. διαμεμιγμέναι;
entremêler, farcir.
Étymologie: διά, μίγνυμι.
Greek Monolingual
διαμίγνυμι (Α)
ανακατεύω διαφορετικά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μείγνυμι].