διάφρυκτος: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(big3_11) |
(9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[tostado]] ἄγνου σπέρμα ... διάφρυκτον Philagr. en Aët.11.34, δ. κλῆρος· κύαμος (debido al color de las habas tostadas usadas en algunas votaciones), Hsch.; cf. φρυκτός. | |dgtxt=-ον<br />[[tostado]] ἄγνου σπέρμα ... διάφρυκτον Philagr. en Aët.11.34, δ. κλῆρος· κύαμος (debido al color de las habas tostadas usadas en algunas votaciones), Hsch.; cf. φρυκτός. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διάφρυκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τα [[κουκιά]] που χρησιμοποιούσαν στην [[ψηφοφορία]]) ψημένος, καβουρντισμένος<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[διάφρυκτος]] (ενν. [[κύαμος]])<br />[[ψήφος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A parched, of beans used in voting, Hsch.:—hence δια-φρυκτόω, vote or cast lots, Id., EM271.50, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
διάφρυκτος: -ον, (κύαμος) = ψῆφος, κλῆρος, «ὁ γὰρ κύαμος παρ’ Ἀθηναίοις φρυκτός, ἐλάμβανον δὲ οἱ δικάζοντες τοῦτον ἀντὶ ψῆφου» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον
tostado ἄγνου σπέρμα ... διάφρυκτον Philagr. en Aët.11.34, δ. κλῆρος· κύαμος (debido al color de las habas tostadas usadas en algunas votaciones), Hsch.; cf. φρυκτός.
Greek Monolingual
διάφρυκτος, -ον (Α)
1. (για τα κουκιά που χρησιμοποιούσαν στην ψηφοφορία) ψημένος, καβουρντισμένος
2. το αρσ. ως ουσ. διάφρυκτος (ενν. κύαμος)
ψήφος.