διεκπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[pasar a través de]] c. [[διά]] y gen. διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας ὡς διὰ χειμάρρου διεκπορεύεται πάντα τὰ σώματα M.Ant.7.19<br /><b class="num">•</b>[[salir]], [[escapar]] κυκλωθέντες ... οὔτε πρόσω διεκπορευέσθαι δυνάμενοι D.H.9.26.
|dgtxt=[[pasar a través de]] c. [[διά]] y gen. διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας ὡς διὰ χειμάρρου διεκπορεύεται πάντα τὰ σώματα M.Ant.7.19<br /><b class="num">•</b>[[salir]], [[escapar]] κυκλωθέντες ... οὔτε πρόσω διεκπορευέσθαι δυνάμενοι D.H.9.26.
}}
{{grml
|mltxt=[[διεκπορεύομαι]] (Α) [[εκπορεύομαι]]<br /><b>1.</b> <b>(αποθ.)</b> [[εξέρχομαι]] εντελώς [[μέσα]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[διέρχομαι]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκπορεύομαι Medium diacritics: διεκπορεύομαι Low diacritics: διεκπορεύομαι Capitals: ΔΙΕΚΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: diekporeúomai Transliteration B: diekporeuomai Transliteration C: diekporeyomai Beta Code: diekporeu/omai

English (LSJ)

   A go out through, D.H.9.26; pass through, traverse, διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας M.Ant.7.19.

German (Pape)

[Seite 618] heraus- u. durchgehen, Dion. Hal. 9, 26; διά τινος, M. Ant. 7, 19.

Greek (Liddell-Scott)

διεκπορεύομαι: ἀποθ., ἐξέρχομαι ἐντελῶς διὰ μέσου, Διον. Ἁλ. 9. 26.

Spanish (DGE)

pasar a través de c. διά y gen. διὰ τῆς τῶν ὅλων οὐσίας ὡς διὰ χειμάρρου διεκπορεύεται πάντα τὰ σώματα M.Ant.7.19
salir, escapar κυκλωθέντες ... οὔτε πρόσω διεκπορευέσθαι δυνάμενοι D.H.9.26.

Greek Monolingual

διεκπορεύομαι (Α) εκπορεύομαι
1. (αποθ.) εξέρχομαι εντελώς μέσα από κάτι
2. διέρχομαι.