διαψαίρω: Difference between revisions
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[dispersar]] θυμιαμάτων ... αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar.<i>Au</i>.1717, λεπτοὺς διαψαίρουσα πέπλους (una brisa) agitando los ligeros peplos</i> Hermipp.5.<br /><b class="num">2</b> [[escarbar]], [[limpiar]] γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.<i>Fr</i>.926, λάχνην διαψαίρουσι πόδεσσιν ref. a los pájaros, Opp.<i>H</i>.2.115.<br /><b class="num">II</b> intr. [[dispersarse]] γήρεια ... τεθρυμμένα ... διαψαίρουσι πνοῇσι Nic.<i>Al</i>.127. | |dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[dispersar]] θυμιαμάτων ... αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar.<i>Au</i>.1717, λεπτοὺς διαψαίρουσα πέπλους (una brisa) agitando los ligeros peplos</i> Hermipp.5.<br /><b class="num">2</b> [[escarbar]], [[limpiar]] γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.<i>Fr</i>.926, λάχνην διαψαίρουσι πόδεσσιν ref. a los pájaros, Opp.<i>H</i>.2.115.<br /><b class="num">II</b> intr. [[dispersarse]] γήρεια ... τεθρυμμένα ... διαψαίρουσι πνοῇσι Nic.<i>Al</i>.127. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διαψαίρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παρασύρω]] με την [[πνοή]], [[διασκορπίζω]]<br /><b>2.</b> (για πουλιά) [[σκαλίζω]]<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[φτερουγίζω]] στον άνεμο<br /><b>4.</b> [[καθαρίζω]] («γλώσση διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους», <b>Ευρ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
A brush away, blow away, θυμιαμάτων αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar.Av.1717; διαψαίρουσα πέπλους (sc. αὔρα) Hermipp.6; cleanse, γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.Fr.926; scratch through, of birds, Opp.H.2.115. II intr., flutter in the wind, Nic.Al.127.
German (Pape)
[Seite 614] durchreiben, durchstreichen; αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar Av. 1717; durchscharren, ὄρνιθες πόδεσσι Opp. H. 2, 116; intr., οἶά τε γήρ ια διαψαίρουσιν ἀέλλαις, ein Spiel der Winde werden, Nic. Al. 127.
Greek (Liddell-Scott)
διαψαίρω: ἐκτρίβω, παρασύρω διὰ τῆς πνοῆς, αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1717· διαψαίρουσα πέπλους (ἐνν. αὔρα) Ἕρμιππ. Ἀθ. Γον. 4· -σκαλίζω, ἐπὶ πτηνῶν, Ὀππ. Ἁλ. 2. 115. ΙΙ. ἀμεταβ., πτερυγίζω ἐν τῷ ἀνέμῳ, Νίκ. Ἀλ. 127.
French (Bailly abrégé)
I. tr. 1 disperser d’un souffle;
2 secouer, agiter en parl. du vent;
3 gratter de ci de là, fouiller en parl. d’oiseaux;
II. intr. se disperser.
Étymologie: διά, ψαίρω.
Spanish (DGE)
I tr.
1 dispersar θυμιαμάτων ... αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar.Au.1717, λεπτοὺς διαψαίρουσα πέπλους (una brisa) agitando los ligeros peplos Hermipp.5.
2 escarbar, limpiar γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.Fr.926, λάχνην διαψαίρουσι πόδεσσιν ref. a los pájaros, Opp.H.2.115.
II intr. dispersarse γήρεια ... τεθρυμμένα ... διαψαίρουσι πνοῇσι Nic.Al.127.
Greek Monolingual
διαψαίρω (Α)
1. παρασύρω με την πνοή, διασκορπίζω
2. (για πουλιά) σκαλίζω
3. (αμτβ.) φτερουγίζω στον άνεμο
4. καθαρίζω («γλώσση διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους», Ευρ.).