δίζως: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
(big3_11) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ων [[de doble naturaleza]]ref. a Pan, Theoc.<i>Syr</i>.5. | |dgtxt=-ων [[de doble naturaleza]]ref. a Pan, Theoc.<i>Syr</i>.5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δίζως]], ο (Α)<br />(για τον Πάνα) αυτός που έχει [[διπλή]] [[μορφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ζως</i>, [[παράλληλος]] τ. του [[ζωός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ων,
A of double form, of Pan, Theoc.Syrinx5.
Greek (Liddell-Scott)
δίζως: ὁ, ὁ διπλῆν ἔχων μορφήν, ὁ Πάν, τὰ μὲν ἔχων ἀνθρώπου, τὰ δὲ τράγου, Θεόκριτ. Σύριγγ. 5.
French (Bailly abrégé)
acc. sg. -ων;
à double forme (Pan, demi-homme, demi-chèvre).
Étymologie: δίς, ζωή.
Spanish (DGE)
-ων de doble naturalezaref. a Pan, Theoc.Syr.5.
Greek Monolingual
δίζως, ο (Α)
(για τον Πάνα) αυτός που έχει διπλή μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + ζως, παράλληλος τ. του ζωός].