διικνούμαι: Difference between revisions
From LSJ
(9) |
(No difference)
|
(9) |
(No difference)
|
διικνοῡμαι (-έομαι) (Α) ικνούμαι
1. περνώ ανάμεσα, διεισδύω
2. διηγούμαι, εκθέτω
3. (για χρόνο) παρεμβάλλομαι
4. (για ψυχικά πάθη) υπομένω μέχρι τέλους
5. φθάνω ώς ένα σημείο
6. πετυχαίνω με βλήματα έναν στόχο.