διμοιρίτης: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(big3_11) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. διμυρ- <i>Gloss</i>.2.57<br /><b class="num">I</b> milit.<br /><b class="num">1</b> [[soldado de doble paga]] Arr.<i>An</i>.6.9.3, 7.23.3, <i>BGU</i> 1266.40, 2386.6, <i>PLille</i> 27.3 (todos III a.C.), <i>RFIC</i> 60.1932.453 (Rodas III a.C.), Suet.<i>Blasph</i>.232, δ.· ὁ διπλοῦν λαμβάνων τῶν στρατιωτ(ῶν) μισθόν Sch.Men.<i>Col</i>.28 (ap. crít.), δ.· duplicularius</i>, <i>Gloss</i>.l.c., tb. de un marinero, Luc.<i>ITr</i>.48<br /><b class="num">•</b>[[que recibe doble porción de alimento]] τοῖς πεπαιδευμένοις διπλάσια πάντα πεμπέσθω· ἄξιον γὰρ διμοιρίτας εἶναι Luc.<i>Sat</i>.15.<br /><b class="num">2</b> [[jefe de media escuadra]] (cf. [[διμοιρία]] I 3) Ael.<i>Tact</i>.5.2, Arr.<i>Tact</i>.6.2, 42.1, Ascl.<i>Tact</i>.2.2, Luc.<i>DMeretr</i>.9.5, Synes.<i>Insomn</i>.13 (p.170).<br /><b class="num">II</b> ὁ Δ. [[Dimoirita]] n. dado a Apolinario y sus seguidores por admitir sólo dos partes de la naturaleza humana de Cristo mientras le negaban el alma racional, Epiph.Const.<i>Anc</i>.63, Ἀπολινάριος ὁ δ. Eust.Mon.<i>Ep</i>.96. | |dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. διμυρ- <i>Gloss</i>.2.57<br /><b class="num">I</b> milit.<br /><b class="num">1</b> [[soldado de doble paga]] Arr.<i>An</i>.6.9.3, 7.23.3, <i>BGU</i> 1266.40, 2386.6, <i>PLille</i> 27.3 (todos III a.C.), <i>RFIC</i> 60.1932.453 (Rodas III a.C.), Suet.<i>Blasph</i>.232, δ.· ὁ διπλοῦν λαμβάνων τῶν στρατιωτ(ῶν) μισθόν Sch.Men.<i>Col</i>.28 (ap. crít.), δ.· duplicularius</i>, <i>Gloss</i>.l.c., tb. de un marinero, Luc.<i>ITr</i>.48<br /><b class="num">•</b>[[que recibe doble porción de alimento]] τοῖς πεπαιδευμένοις διπλάσια πάντα πεμπέσθω· ἄξιον γὰρ διμοιρίτας εἶναι Luc.<i>Sat</i>.15.<br /><b class="num">2</b> [[jefe de media escuadra]] (cf. [[διμοιρία]] I 3) Ael.<i>Tact</i>.5.2, Arr.<i>Tact</i>.6.2, 42.1, Ascl.<i>Tact</i>.2.2, Luc.<i>DMeretr</i>.9.5, Synes.<i>Insomn</i>.13 (p.170).<br /><b class="num">II</b> ὁ Δ. [[Dimoirita]] n. dado a Apolinario y sus seguidores por admitir sólo dos partes de la naturaleza humana de Cristo mientras le negaban el alma racional, Epiph.Const.<i>Anc</i>.63, Ἀπολινάριος ὁ δ. Eust.Mon.<i>Ep</i>.96. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[διμοιρίτης]]) [[διμοιρία]]<br />[[αρχηγός]] διμοιρίας<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρατιώτης]] που ανήκει σε [[διμοιρία]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>διμορῑται</i><br />[[ονομασία]] τών οπαδών του αιρετικού Απολλιναρίου Λαοδικείας<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παίρνει διπλό [[μισθό]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
[ρῑ], ου, ὁ,
A one who receives double pay, PLille 27.3 (iii B. C.), Men.Kol.28 (v. Sch.), Arr.An.7.23.3. 2 = Lat. duplarius, Id.Tact.42.1. II leader of a διμοιρία, Ascl.Tact.2.2, Luc.DMeretr.9.5; mate of a ship, Id.JTr.48.
Greek (Liddell-Scott)
δῐμοιρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἔχων διπλοῦν μερίδιον, λαμβάνων διπλοῦν μισθόν, Ἀρρ. Ἀν. 7. 23, 3. ΙΙ. ὁ ἀρχηγός μιᾶς διμοιρίας, Λουκ. Διὶ Τραγ. 48, Ἑταιρ. Διαλ. 9. 5, Συνέσ. 148C. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἐπίθετον τῶν Ἀπολλιναριανῶν, οἵτινες ἐδίδασκον ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχεν ἀνθρωπίνην ψυχήν, ἀλλὰ καθαρῶς θεῖον νοῦν, Ἐπιφ. Αἱρ. 77, Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπολλιν-.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef d’une demi-cohorte.
Étymologie: δίμοιρος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Grafía: graf. διμυρ- Gloss.2.57
I milit.
1 soldado de doble paga Arr.An.6.9.3, 7.23.3, BGU 1266.40, 2386.6, PLille 27.3 (todos III a.C.), RFIC 60.1932.453 (Rodas III a.C.), Suet.Blasph.232, δ.· ὁ διπλοῦν λαμβάνων τῶν στρατιωτ(ῶν) μισθόν Sch.Men.Col.28 (ap. crít.), δ.· duplicularius, Gloss.l.c., tb. de un marinero, Luc.ITr.48
•que recibe doble porción de alimento τοῖς πεπαιδευμένοις διπλάσια πάντα πεμπέσθω· ἄξιον γὰρ διμοιρίτας εἶναι Luc.Sat.15.
2 jefe de media escuadra (cf. διμοιρία I 3) Ael.Tact.5.2, Arr.Tact.6.2, 42.1, Ascl.Tact.2.2, Luc.DMeretr.9.5, Synes.Insomn.13 (p.170).
II ὁ Δ. Dimoirita n. dado a Apolinario y sus seguidores por admitir sólo dos partes de la naturaleza humana de Cristo mientras le negaban el alma racional, Epiph.Const.Anc.63, Ἀπολινάριος ὁ δ. Eust.Mon.Ep.96.
Greek Monolingual
ο (AM διμοιρίτης) διμοιρία
αρχηγός διμοιρίας
νεοελλ.
στρατιώτης που ανήκει σε διμοιρία
μσν.
διμορῑται
ονομασία τών οπαδών του αιρετικού Απολλιναρίου Λαοδικείας
αρχ.
αυτός που παίρνει διπλό μισθό.