δίμετρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
(6_16)
(9)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίμετρος''': -ον, ἐπὶ στίχου, ἔχων δύο μέτρα, Ἡφαιστ.· ἴδε [[διποδία]].
|lstext='''δίμετρος''': -ον, ἐπὶ στίχου, ἔχων δύο μέτρα, Ἡφαιστ.· ἴδε [[διποδία]].
}}
{{grml
|mltxt=-η και -ος, -ο (AM [[δίμετρος]], -ον)<br /><b>(μετρ.)</b><br /><b>1.</b> (για στίχο) αυτός που αποτελείται από δύο [[μέτρα]] ή πόδες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίμετρο</i>(<i>ν</i>)<br />[[στίχος]] [[δίμετρος]] («ιαμβικό δίμετρο»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> αυτός που εκτείνεται σε δύο [[μέτρα]] («[[δίμετρος]] [[παύση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίμετρον</i><br />δύο [[μέτρα]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐμετρος Medium diacritics: δίμετρος Low diacritics: δίμετρος Capitals: ΔΙΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: dímetros Transliteration B: dimetros Transliteration C: dimetros Beta Code: di/metros

English (LSJ)

ον, of a verse,

   A having two metres, Heph.5.3, etc.    II δίμετρον, τό, double measure, LXX 4 Ki.7.1, al.

German (Pape)

[Seite 631] aus zwei Maaßen od. zwei Versfüßen bestehend, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

δίμετρος: -ον, ἐπὶ στίχου, ἔχων δύο μέτρα, Ἡφαιστ.· ἴδε διποδία.

Greek Monolingual

-η και -ος, -ο (AM δίμετρος, -ον)
(μετρ.)
1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από δύο μέτρα ή πόδες
2. το ουδ. ως ουσ. το δίμετρο(ν)
στίχος δίμετρος («ιαμβικό δίμετρο»)
νεοελλ.
μουσ. αυτός που εκτείνεται σε δύο μέτραδίμετρος παύση»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δίμετρον
δύο μέτρα.