δορατοπαχής: Difference between revisions
From LSJ
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
(big3_12) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br />[[del grosor de una lanza]] ἔστω τὰς ῥάβδους κρανείας δορατοπαχεῖς X.<i>Cyn</i>.10.3. | |dgtxt=-ές<br />[[del grosor de una lanza]] ἔστω τὰς ῥάβδους κρανείας δορατοπαχεῖς X.<i>Cyn</i>.10.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δορατοπαχής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[πάχος]] ίσο με το [[ξύλο]] δόρατος. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A of a spear-shaft's thickness, X. Cyn.10.3.
German (Pape)
[Seite 658] ές, von der Dicke eines Speeres, Xen. Cyn. 10, 3.
Greek (Liddell-Scott)
δορᾰτοπᾰχής: -ές, ἔχων τὸ πάχος τοῦ ξύλου δόρατος, Ξεν. Κυν. 10, 3.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de l’épaisseur d’une lance.
Étymologie: δόρυ, πάχος.
Spanish (DGE)
-ές
del grosor de una lanza ἔστω τὰς ῥάβδους κρανείας δορατοπαχεῖς X.Cyn.10.3.
Greek Monolingual
δορατοπαχής, -ές (Α)
αυτός που έχει πάχος ίσο με το ξύλο δόρατος.