δυσανάκλητος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
(big3_12)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de convocar]] σπόραδες ... καὶ δυσανάκλητοι de los primitivos habitantes del Ática, Plu.<i>Thes</i>.24.<br /><b class="num">2</b> [[que no se deja amonestar]], [[que no atiende a la exhortación o a razones]] ὁ δὲ πληγεὶς μὲν τῇ παρρησίᾳ Plu.2.74e, ἐν συμφοραῖς Max.Tyr.27.6, (τὸ δημοτικόν) δυσανάκλητον ἦν I.<i>BI</i> 2.498, τὸ βάρβαρον ἦθος Hld.1.30.6, μὴ ... εἰς γῆν κλιθῇς ... καὶ δυσανάκλητον ἔχῃς τὴν ταπεινότητα Gr.Naz.M.36.405B.<br /><b class="num">3</b> medic. [[que apenas atiende a la llamada]], [[que no reacciona]] en los estados letárgicos δυσανάκλητοι, κἂν ἀνακληθῶσιν, πρὸς τὰς ἐμβοήσεις Paul.Aeg.6.74.1, ἰσχνότης δ. debilidad extrema de la que cuesta recobrarse</i> Anon.Med.<i>Acut.Chron</i>.41.2, del propio letargo, Sor.3.6.174, cf. Gal.14.741, 18(1).40.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως medic. [[sin reaccionar]], [[sin salir del letargo]] δ. αὐτῶν ἐχόντων Dsc.<i>Alex</i>.16.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de convocar]] σπόραδες ... καὶ δυσανάκλητοι de los primitivos habitantes del Ática, Plu.<i>Thes</i>.24.<br /><b class="num">2</b> [[que no se deja amonestar]], [[que no atiende a la exhortación o a razones]] ὁ δὲ πληγεὶς μὲν τῇ παρρησίᾳ Plu.2.74e, ἐν συμφοραῖς Max.Tyr.27.6, (τὸ δημοτικόν) δυσανάκλητον ἦν I.<i>BI</i> 2.498, τὸ βάρβαρον ἦθος Hld.1.30.6, μὴ ... εἰς γῆν κλιθῇς ... καὶ δυσανάκλητον ἔχῃς τὴν ταπεινότητα Gr.Naz.M.36.405B.<br /><b class="num">3</b> medic. [[que apenas atiende a la llamada]], [[que no reacciona]] en los estados letárgicos δυσανάκλητοι, κἂν ἀνακληθῶσιν, πρὸς τὰς ἐμβοήσεις Paul.Aeg.6.74.1, ἰσχνότης δ. debilidad extrema de la que cuesta recobrarse</i> Anon.Med.<i>Acut.Chron</i>.41.2, del propio letargo, Sor.3.6.174, cf. Gal.14.741, 18(1).40.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως medic. [[sin reaccionar]], [[sin salir del letargo]] δ. αὐτῶν ἐχόντων Dsc.<i>Alex</i>.16.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσανάκλητος]], -ον (AM)<br />αυτός που δύσκολα ανακαλείται, συγκρατείται, αναχαιτίζεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο δύσκολα τον συγκεντρώνει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[δυσθεράπευτος]]<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δύσκολα ξαναποκτά την καλή του [[διάθεση]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσανάκλητος Medium diacritics: δυσανάκλητος Low diacritics: δυσανάκλητος Capitals: ΔΥΣΑΝΑΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: dysanáklētos Transliteration B: dysanaklētos Transliteration C: dysanaklitos Beta Code: dusana/klhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to call back, Plu.2.74e; J.BJ2.18.8 (but simply, hard to summon, call together, Plu.Thes.24), etc.    2 hard to restore, of hysterics, Sor.2.29 (Comp.), cf. Herod.Med. in Rh.Mus.58.74; or to good spirits, Max.Tyr.33.6. Adv. -τως, ἔχειν to be hard to restore to one's senses, Dsc.Alex.16.

German (Pape)

[Seite 675] schwer zurückzurufen, zurückzuhalten, Plut. de ad. et amic. discr. 52 u. Sp.; auch = schwer zu trösten, Max. Tyr.; δυσανακλήτως ἔχειν, von schweren Kranken, die schwer wieder zu sich zu bringen sind, Diosc. – Ueberh. = schwer zu etwas zu bringen, πρός τι, Plut. Thes. 24.

Greek (Liddell-Scott)

δυσανάκλητος: -ον, ὃν δυσκόλως ἀνακαλεῖ τις, Πλούτ. Θησ. 24, κτλ.· ‒ ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν ὑγείαν, δυσανακλήτως ἔχειν Διοσκ. Ἀλεξ. 16· ἢ εἰς εὐθυμίαν. Μάξ. Τύρ. 33. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à rappeler, à ramener.
Étymologie: δυσ-, ἀνακαλέω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de convocar σπόραδες ... καὶ δυσανάκλητοι de los primitivos habitantes del Ática, Plu.Thes.24.
2 que no se deja amonestar, que no atiende a la exhortación o a razones ὁ δὲ πληγεὶς μὲν τῇ παρρησίᾳ Plu.2.74e, ἐν συμφοραῖς Max.Tyr.27.6, (τὸ δημοτικόν) δυσανάκλητον ἦν I.BI 2.498, τὸ βάρβαρον ἦθος Hld.1.30.6, μὴ ... εἰς γῆν κλιθῇς ... καὶ δυσανάκλητον ἔχῃς τὴν ταπεινότητα Gr.Naz.M.36.405B.
3 medic. que apenas atiende a la llamada, que no reacciona en los estados letárgicos δυσανάκλητοι, κἂν ἀνακληθῶσιν, πρὸς τὰς ἐμβοήσεις Paul.Aeg.6.74.1, ἰσχνότης δ. debilidad extrema de la que cuesta recobrarse Anon.Med.Acut.Chron.41.2, del propio letargo, Sor.3.6.174, cf. Gal.14.741, 18(1).40.
II adv. -ως medic. sin reaccionar, sin salir del letargo δ. αὐτῶν ἐχόντων Dsc.Alex.16.

Greek Monolingual

δυσανάκλητος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα ανακαλείται, συγκρατείται, αναχαιτίζεται
αρχ.
1. αυτός τον οποίο δύσκολα τον συγκεντρώνει κανείς
2. δυσθεράπευτος
3. εκείνος που δύσκολα ξαναποκτά την καλή του διάθεση.