δυσθρήνητος: Difference between revisions
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[de terrible lamento]], [[terriblemente triste]] ἔπος S.<i>Ant</i>.1211, θρῆνοι E.<i>IT</i> 144. | |dgtxt=-ον<br />[[de terrible lamento]], [[terriblemente triste]] ἔπος S.<i>Ant</i>.1211, θρῆνοι E.<i>IT</i> 144. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσθρήνητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα μπορεί να θρηνολογηθεί, που απαιτεί γοερόν θρήνο. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A loud-wailing, most mournful, ἔπος S. Ant.1211; θρῆνοι E.IT144 (anap.):—also δύσ-θρηνος, gloss on δυσηχής, Apollon.Lex.
German (Pape)
[Seite 681] heftig klagend; ἔπος Soph. Ant, 1196; θρῆνος Eur. I. T. 143.
Greek (Liddell-Scott)
δυσθρήνητος: -ον, μεγαλοφώνως θρηνῶν, λίαν θρηνώδης, ἔπος Σοφ. Ἀντ. 1211· θρῆνος Εὐρ. Ι. Τ. 143.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lamentable.
Étymologie: δυσ-, θρηνέω.
Spanish (DGE)
-ον
de terrible lamento, terriblemente triste ἔπος S.Ant.1211, θρῆνοι E.IT 144.
Greek Monolingual
δυσθρήνητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα μπορεί να θρηνολογηθεί, που απαιτεί γοερόν θρήνο.