δωδεκαταῖος: Difference between revisions
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δυω- Hes.<i>Op</i>.751<br /><b class="num">1</b> [[de doce días de edad]] παῖς Hes.l.c., περὶ δωδεκαταῖα ὄντα τὰ τέκνα Arist.<i>HA</i> 567<sup>a</sup>5.<br /><b class="num">2</b> [[en el duodécimo día]], [[a los doce días]] ἐπειδὰν δὲ δ. ᾖ κεκαυμένος Hp.<i>Morb</i>.3.16, cf. <i>Coac</i>.381, <i>Loc.Hom</i>.14, <i>Epid</i>.4.11, δ. ἀνεβίω resucitó a los doce días</i> Pl.<i>R</i>.614b, δ. ἀφ' ὧτέ νιν ... ποτεῖδον doce días han pasado desde que lo he visto</i> Theoc.2.157, cf. 2.4, Plb.20.11.2, [[γήθυον]] δὲ (διαφύεται) δεκαταῖον ἢ δωδεκαταῖον Thphr.<i>HP</i> 7.1.3. | |dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δυω- Hes.<i>Op</i>.751<br /><b class="num">1</b> [[de doce días de edad]] παῖς Hes.l.c., περὶ δωδεκαταῖα ὄντα τὰ τέκνα Arist.<i>HA</i> 567<sup>a</sup>5.<br /><b class="num">2</b> [[en el duodécimo día]], [[a los doce días]] ἐπειδὰν δὲ δ. ᾖ κεκαυμένος Hp.<i>Morb</i>.3.16, cf. <i>Coac</i>.381, <i>Loc.Hom</i>.14, <i>Epid</i>.4.11, δ. ἀνεβίω resucitó a los doce días</i> Pl.<i>R</i>.614b, δ. ἀφ' ὧτέ νιν ... ποτεῖδον doce días han pasado desde que lo he visto</i> Theoc.2.157, cf. 2.4, Plb.20.11.2, [[γήθυον]] δὲ (διαφύεται) δεκαταῖον ἢ δωδεκαταῖον Thphr.<i>HP</i> 7.1.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=δωδεκαταῑος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται τη δωδέκατη [[μέρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[δώδεκα]] ημερών. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A on the twelfth day, in twelve days, δ. ἀνεβίω Pl. R.614b, cf. Thphr.HP7.1.3; δυωδεκαταῖος ἀφ' ὧτέ νιν οὐδὲ ποτεῖδον Theoc.2.157. II twelve days old, Hes.Op.751 (in poet. form δυωδ-), Arist.HA567a5.
German (Pape)
[Seite 694] α, ον, u. ep. δυωδ., Hes. O. 749, am zwölften Tage; ἀνεβίω Plat. Rep. X, 614 b; auch Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκᾰταῖος: -α, -ον, κατὰ τὴν δωδεκάτην ἡμέραν, δ. ἀνεβίω Πλάτ. Πολ. 614Β. ΙΙ. δώδεκα ἡμερῶν ἡλικίαν ἔχων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 749 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ δυωδ-), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 12, 9.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui vient ou se fait le 12ᵉ jour.
Étymologie: δωδεκάτη.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): δυω- Hes.Op.751
1 de doce días de edad παῖς Hes.l.c., περὶ δωδεκαταῖα ὄντα τὰ τέκνα Arist.HA 567a5.
2 en el duodécimo día, a los doce días ἐπειδὰν δὲ δ. ᾖ κεκαυμένος Hp.Morb.3.16, cf. Coac.381, Loc.Hom.14, Epid.4.11, δ. ἀνεβίω resucitó a los doce días Pl.R.614b, δ. ἀφ' ὧτέ νιν ... ποτεῖδον doce días han pasado desde que lo he visto Theoc.2.157, cf. 2.4, Plb.20.11.2, γήθυον δὲ (διαφύεται) δεκαταῖον ἢ δωδεκαταῖον Thphr.HP 7.1.3.
Greek Monolingual
δωδεκαταῑος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται τη δωδέκατη μέρα
2. αυτός που έχει ηλικία δώδεκα ημερών.