εἰσέλασις: Difference between revisions
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
(big3_13) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[carga]], [[ataque]]de carros διακόψοντα τὰς τάξεις βίᾳ τῆς εἰσελάσεως Plu.<i>Art</i>.7, τῶν ἵππων Sch.Er.<i>Il</i>.15.258-259. | |dgtxt=-εως, ἡ<br />[[carga]], [[ataque]]de carros διακόψοντα τὰς τάξεις βίᾳ τῆς εἰσελάσεως Plu.<i>Art</i>.7, τῶν ἵππων Sch.Er.<i>Il</i>.15.258-259. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εἰσέλασις]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[εισβολή]]<br /><b>2.</b> [[είσοδος]] στην [[πόλη]] με θριαμβευτική [[πομπή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:06, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A charge, of scythe-chariots, Plu.Art.7.
German (Pape)
[Seite 742] ἡ, das Eindringen, Plut. Artax. 7.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσέλᾰσις: -εως, ἡ, τὸ εἰσελαύνειν, εἰσβολή, Πλουτ. Ἀρτοξ. 7.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
carga, ataquede carros διακόψοντα τὰς τάξεις βίᾳ τῆς εἰσελάσεως Plu.Art.7, τῶν ἵππων Sch.Er.Il.15.258-259.
Greek Monolingual
εἰσέλασις, η (Α)
1. εισβολή
2. είσοδος στην πόλη με θριαμβευτική πομπή.