εἰκότως: Difference between revisions

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
(big3_13)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἐοικότως]].
|dgtxt=v. [[ἐοικότως]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εἰκότως]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[κατά]] πάσαν [[πιθανότητα]]<br /><b>2.</b> σωστά, δίκαια<br /><b>3.</b> εύλογα<br /><b>4.</b> [[είναι]] [[λογικό]] ή σωστό ([[συχνά]] σε [[συνεκφορά]] με το έχω) («σθένειν τὸ θεῑον μᾱλλον [[εἰκότως]] ἔχει», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκότως Medium diacritics: εἰκότως Low diacritics: εικότως Capitals: ΕΙΚΟΤΩΣ
Transliteration A: eikótōs Transliteration B: eikotōs Transliteration C: eikotos Beta Code: ei)ko/tws

English (LSJ)

Adv. of εἰκώς, Att. pf. part. of ἔοικα,

   A suitably, c. dat., A. Ag.915; fairly, reasonably, Id.Supp.403 (lyr.), S.OC432, 977, Isoc.12.101, etc.; εἰ. ἔχει 'tis reasonable, E.IT911, cf. Or.737 (troch.); εἰ. δοκεῖ And.1.140, cf. 142; οὐκ εἰ. unreasonably, Th. 1.37: folld. by γάρ, ib.77: freq. at the end of sentences, D.1.10, al., Pl.La.183b.

German (Pape)

[Seite 727] (Adv. zu εἰκός), wahrscheinlicher Weise, muthmaßlich; καὶ οὐκ ἀλόγως ἀποβέβηκεν Isocr. 4, 150; ὑποπτεύω Thuc. 3, 53; nach Gebühr, mit Recht, νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς Aesch. Suppl. 403; ὡς εἰκότως εἶπες Plat. Epinom. 979 d. So oft Thuc. u. A. – Οὐκ εἰκότως, ungerechter Weise, Thuc. 1, 37; – εἰκότως ἔχει, = εἰκός ἐστι, Eur. I. T. 911. – Oft steht es am Ende, so daß ein Satz mit γάρ sich anschließt. Thuc. 1, 77 Isocr. 1, 49; Wolf Dem. Lept. p. 252.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκότως: ἐπίρρ. ἐκ τῆς Ἀττ. μετοχ. τοῦ πρκμ. ἔοικα, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, πρεπόντως, μετὰ δοτ. Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 915· «εἰκότως· πρεπόντως, εὐλόγως, δικαίως» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἱκ. 103, Σοφ. Ο. Κ. 432, 977, καὶ συχν. παρὰ πεζογράφοις· εἰκότως ἔχει, εἶναι λογικόν, εὔλογον, ὀρθόν, Εὐρ. Ι. Τ. 911, πρβλ. Ὀρ. 737· εἰκ. δοκεῖ Ἀνδοκ. 18. 21, πρβλ. ἐν τέλ.· οὐκ εἰκότως, ἀλόγως, Θουκ. 1. 37· συχνάκις ἀκολουθεῖται ὑπὸ τοῦ γὰρ αὐτόθι 77, Ἰσοκρ. 253D ὁ Δημ. συχνάκις θέτει αὐτὸ ἐν τέλει προτάσεων, ὡς τὸ Λατ. nec mirum.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 avec vraisemblance;
2 avec raison, à bon droit, justement ; εἰκότως ἔχει EUR cela est raisonnable ; οὐκ εἰκότως THC non avec raison, sans raison.
Étymologie: εἰκώς.

Spanish (DGE)

v. ἐοικότως.

Greek Monolingual

εἰκότως επίρρ. (Α)
1. κατά πάσαν πιθανότητα
2. σωστά, δίκαια
3. εύλογα
4. είναι λογικό ή σωστό (συχνά σε συνεκφορά με το έχω) («σθένειν τὸ θεῑον μᾱλλον εἰκότως ἔχει», Ευρ.).