ἔκβρωμα: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(big3_13) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[viruta]], [[serrín]] πρίονος ἐκβρώματ' S.<i>Tr</i>.700, cf. Arist.<i>HA</i> 625<sup>a</sup>9. | |dgtxt=-ματος, τό<br />[[viruta]], [[serrín]] πρίονος ἐκβρώματ' S.<i>Tr</i>.700, cf. Arist.<i>HA</i> 625<sup>a</sup>9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔκβρωμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[κάτι]] από το οποίο τρώγεται ένα [[μέρος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρίονος ἐκβρώματα» — πριονίδια. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything eaten out, πρίονος ἔ. saw-dust, S.Tr. 700(pl.); piece eaten away, Arist.HA625a9.
German (Pape)
[Seite 755] τό, das Ausgefressene, übertr. πρίονος Soph. Tr. 700, Schol. πρίσμα, Sägespäne. Vgl. Arist. H. A. 9, 40 (p. 625 a 9).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκβρωμα: τό, τὸ καταβιβρωσκόμενον, πρίονος ἐκβρώματ’, «πριονίδια», Σοφ. Τρ. 700· ἐν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 23, φαίνεται ὅτι σημαίνει πρᾶγμα ἐξ οὗ βιβρώσκει τις.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
entaille (faite par une scie).
Étymologie: ἐκ, βιβρώσκω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
viruta, serrín πρίονος ἐκβρώματ' S.Tr.700, cf. Arist.HA 625a9.
Greek Monolingual
ἔκβρωμα, το (Α)
1. κάτι από το οποίο τρώγεται ένα μέρος
2. φρ. «πρίονος ἐκβρώματα» — πριονίδια.