ἐκποίητος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(big3_14b)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἐκποιητός Poll.3.21<br /><b class="num">1</b> jur. [[entregado en adopción]] Θρασύβουλος ἐ. εἰς τὸν οἶκον τὸν Ἱππολοχίδου γέγονε Is.7.23, ἐ. υἱός Is.11.46, cf. 10.26, Aeschin.3.21, Poll.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[apartado]], [[alejado]] c. gen. separat. μητρός Is.7.25, fig. τῆς κακίας Plu.2.562f.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἐκποιητός Poll.3.21<br /><b class="num">1</b> jur. [[entregado en adopción]] Θρασύβουλος ἐ. εἰς τὸν οἶκον τὸν Ἱππολοχίδου γέγονε Is.7.23, ἐ. υἱός Is.11.46, cf. 10.26, Aeschin.3.21, Poll.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[apartado]], [[alejado]] c. gen. separat. μητρός Is.7.25, fig. τῆς κακίας Plu.2.562f.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐκποίητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει πουληθεί ή μεταβιβαστεί σε άλλον, απαλλοτριωμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[παιδί]]) αυτός που δόθηκε για [[υιοθεσία]]<br /><b>2.</b> αυτός που διώχτηκε από το [[γένος]] του<br /><b>3.</b> αποξενωμένος από κάποιον.
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκποίητος Medium diacritics: ἐκποίητος Low diacritics: εκποίητος Capitals: ΕΚΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: ekpoíētos Transliteration B: ekpoiētos Transliteration C: ekpoiitos Beta Code: e)kpoi/htos

English (LSJ)

παῖς a child

   A given to be adopted by another, ἐ. εἰς οἶκόν τινος Is.7.23, cf. Aeschin.3.21 ; cf. εἰσποίητος.    2 alienated from, μητρός, Is.7.25 : metaph., κακίας Plu.2.562f.

German (Pape)

[Seite 775] παῖς, ein Kind, das man einen Andern hat adoptiren lassen, εἰς τὸν οἶκόν τινος, in die Familie eines Andern aufgenommen, Is. 7, 23; vgl. Aesch. 3, 21 (B. A. 215 ὁ ἑτέρῳ δοθεὶς εἰσποιήσασθαι). Dah. übertr., ἐκπ. τῆς κακίας Plut. S. N. V. 21. Vgl. ἐμποίητος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκποίητος: παῖς, τέκνον δοθὲν εἴς τινα πρὸς υἱοθέτησιν, ἐκπ. εἰς οἶκόν τινος Ἰσαῖος 65. 41, πρβλ. Αἰσχίν. 56. 41. - Τὸ παιδίον ἐκαλεῖτο οὕτως ἐν σχέσει πρὸς τὸν φυσικὸν πατέρα αὑτοῦ, εἰσποίητος δὲ ἐν σχέσει πρὸς τὸν θετὸν πατέρα. 2) ἀπεξενωμένος, ἀπηλλοτριωμένος, τινὸς Ἰσαῖος 66, 3· κακίας Πλούτ. 2. 562 Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 cédé en adoption;
2 devenu étranger à ; fig. ἐκποίητος τῆς κακίας PLUT émancipé du vice.
Étymologie: ἐκποιέω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἐκποιητός Poll.3.21
1 jur. entregado en adopción Θρασύβουλος ἐ. εἰς τὸν οἶκον τὸν Ἱππολοχίδου γέγονε Is.7.23, ἐ. υἱός Is.11.46, cf. 10.26, Aeschin.3.21, Poll.l.c.
2 apartado, alejado c. gen. separat. μητρός Is.7.25, fig. τῆς κακίας Plu.2.562f.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐκποίητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει πουληθεί ή μεταβιβαστεί σε άλλον, απαλλοτριωμένος
αρχ.
1. (για παιδί) αυτός που δόθηκε για υιοθεσία
2. αυτός που διώχτηκε από το γένος του
3. αποξενωμένος από κάποιον.