ἐκφθίνω: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(Autenrieth) |
(11) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=only [[pass]]. plup. ἐξέφθιτο, had been consumed [[out]] of the ships, Od. 9.163 and Od. 12.329. | |auten=only [[pass]]. plup. ἐξέφθιτο, had been consumed [[out]] of the ships, Od. 9.163 and Od. 12.329. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐκφθίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> καταστρέφομαι εντελώς, εξαφανίζομαι<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αναλίσκομαι, ξοδεύομαι εντελώς. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
in Hom. only in 3 plpf. Pass., νηῶν ἐξέφθιτο οἶνος the wine
A had all been consumed out of the ships, Od.9.163; νηὸς ἐξέφθιτο ἤϊα πάντα 12.329; ἐξέφθινται they have utterly perished, A.Pers.679 (lyr.), 927 (anap.).
German (Pape)
[Seite 785] (s. φθίνω), nur im aor. sync. ἐξεφθίμην, gänzlich vernichtet werden; νηῶν οἶνος, war aus den Schiffen aufgezehrt, Od. 9, 163. 12, 329; ἐξέφθινθ' αἱ νᾶες Aesch. Pers. 679; ἄνδρες 891; sp. D., wie Nic. Th. 331.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφθίνω: παρ᾿ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ γʹ ἑνικῷ τοῦ παθ. ὑπερσ. ἐξέφθιτο, οὐ γάρ πω νηῶν ἐξέφθιτο οἶνος ἐρυθρός, «ἐδεδαπάνητο, ἀνήλωτο» (Σχόλ.), Ὀδ. Ι. 163· νηὸς ἐξέφθιτο ἤϊα Μ. 329· ἐξέφθινται, ὅλως κατεστράφησαν, ἔχουσιν ἀφανισθῆ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 679. 927.
French (Bailly abrégé)
épuiser ou ruiner complètement ; Pass. être complètement épuisé ou ruiné, disparaître, périr.
Étymologie: ἐκ, φθίνω.
English (Autenrieth)
only pass. plup. ἐξέφθιτο, had been consumed out of the ships, Od. 9.163 and Od. 12.329.
Greek Monolingual
ἐκφθίνω (Α)
1. καταστρέφομαι εντελώς, εξαφανίζομαι
2. (για πράγματα) αναλίσκομαι, ξοδεύομαι εντελώς.