ἐκτρύπημα: Difference between revisions
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[hueco perforado]] en el muro, Ph.<i>Mech</i>.92.16.<br /><b class="num">2</b> plu. [[serrín]], [[virutas]] que saltan al cortar o partirse un árbol, Thphr.<i>HP</i> 5.6.3. | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[hueco perforado]] en el muro, Ph.<i>Mech</i>.92.16.<br /><b class="num">2</b> plu. [[serrín]], [[virutas]] que saltan al cortar o partirse un árbol, Thphr.<i>HP</i> 5.6.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐκτρύπημα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[σκόνη]] που δημιουργείται από το [[τρύπημα]] του ξύλου με [[τρυπάνι]], τα τρυπανίδια<br /><b>2.</b> [[τρύπα]] που γίνεται με [[τρυπάνι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A dust made by boring, Thphr.HP5.6.3. II pl., holes made in a wall, Ph.Bel.92.16.
German (Pape)
[Seite 783] τό, das Ausgebohrte, Bohrspäne, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτρύπημα: τό, τὰ ἐκτρυπήματα, τὰ ἐξερχόμενα ἐκ τοῦ ξύλου κατὰ τὴν διάτρησιν αὐτοῦ διὰ τοῦ τρυπάνου, κοινῶς: «τρυπανίδια», Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 6, 3. 2) ἡ διὰ τρυπάνου γινομένη τρῦπα, Φίλων Βελοπ. σ. 92, 16.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 hueco perforado en el muro, Ph.Mech.92.16.
2 plu. serrín, virutas que saltan al cortar o partirse un árbol, Thphr.HP 5.6.3.
Greek Monolingual
ἐκτρύπημα, το (Α)
1. σκόνη που δημιουργείται από το τρύπημα του ξύλου με τρυπάνι, τα τρυπανίδια
2. τρύπα που γίνεται με τρυπάνι.