ἐμποδοστάτης: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(big3_14) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[que obstaculiza]], [[que es un estorbo o perturbación]] Αχαρ ὁ ἐ. Ισραηλ Acar, que fue un obstáculo para Israel</i> LXX 1<i>Pa</i>.2.7, cf. Sud. | |dgtxt=-ου, ὁ [[que obstaculiza]], [[que es un estorbo o perturbación]] Αχαρ ὁ ἐ. Ισραηλ Acar, que fue un obstáculo para Israel</i> LXX 1<i>Pa</i>.2.7, cf. Sud. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐμποδοστάτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή παρεμβάλλεται [[μέσα]] στα πόδια άλλου, που αποτελεί [[εμπόδιο]]<br /><b>2.</b> [[θορυβοποιός]], [[ταραξίας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (στῆναι)
A in the way, ib.1 Ch.2.7, Suid.
German (Pape)
[Seite 815] ὁ, im Wege stehend, hindernd, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμποδοστάτης: -ου, ὁ, (στῆναι) ὁ μεταξὺ τῶν ποδῶν ἄλλου ἱστάμενος, ὁ ἐμποδίζων, Ἑβδ. (Α Παραλειπ. Β΄, 7), Σουΐδ., Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ que obstaculiza, que es un estorbo o perturbación Αχαρ ὁ ἐ. Ισραηλ Acar, que fue un obstáculo para Israel LXX 1Pa.2.7, cf. Sud.
Greek Monolingual
ἐμποδοστάτης, ο (Α)
1. αυτός που βρίσκεται ή παρεμβάλλεται μέσα στα πόδια άλλου, που αποτελεί εμπόδιο
2. θορυβοποιός, ταραξίας.