εμφαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(11)
(No difference)

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Greek Monolingual

(AM ἐμφαίνω)
1. δείχνω, φανερώνω («σάρκωσιν ἐμφαίνουσα ἀρρήτου λόγου»)
2. απρόσ. εμφαίνεται
φαίνεται, είναι φανερό
μσν.
1. (για φως) εκπέμπω
2. σχηματίζω
3. (αμτβ.) εμφανίζομαι, φαίνομαι, παρουσιάζομαι
4. φαίνομαι όμοιος με κάποιον, μοιάζω
αρχ.-μσν.
1. μέσ. εμφανίζομαι μέσα σε κάτι, παρουσιάζομαι, αντανακλώμαι («εἴ που ἤ ἐν ὕδασιν ἤ ἐν κατόπτροις ἐμφαίνοιντο», Πλάτ.)
2. παρουσιάζω, αποκαλύπτω, εμφανίζω («ὁ γὰρ ἐκδιηγούμενος ἰδίας ἀριστείας κενόδοξος λογίζεται ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων, ἐγώ δὲ οὐ καυχώμενος ταῡτα ὑμᾱς ἐμφαίνω», Διγ.)
αρχ.
1. κάνω κάτι αισθητό
2. δηλώνω σαφώς, διακηρύσσω
3. περιλαμβάνομαι ενδεικτικά
4. απρόσ. ἐμφαίνει
είναι φανερό.