ἐμφέρβομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμφέρβομαι''': ποιητ. ἐνιφ-, φέρβομαι, τρέφομαι ἔν τινι τόπῳ, καὶ γίγνετο [[ταῦρος]] οὐχ οἷος σταθμοῖς ἐνιφέρβεται (ἔνι φέρβεται Ahrens) Μόσχ. 2. 80. | |lstext='''ἐμφέρβομαι''': ποιητ. ἐνιφ-, φέρβομαι, τρέφομαι ἔν τινι τόπῳ, καὶ γίγνετο [[ταῦρος]] οὐχ οἷος σταθμοῖς ἐνιφέρβεται (ἔνι φέρβεται Ahrens) Μόσχ. 2. 80. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐμφέρβομαι]] και ποιητ. τ. [[ἐνιφέρβομαι]] (Α)<br />[[βόσκω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
poet. ἐνιφ-, Pass.,
A feed in, σταθμοῖς Mosch.2.80.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφέρβομαι: ποιητ. ἐνιφ-, φέρβομαι, τρέφομαι ἔν τινι τόπῳ, καὶ γίγνετο ταῦρος οὐχ οἷος σταθμοῖς ἐνιφέρβεται (ἔνι φέρβεται Ahrens) Μόσχ. 2. 80.
Greek Monolingual
ἐμφέρβομαι και ποιητ. τ. ἐνιφέρβομαι (Α)
βόσκω μέσα σε κάτι.