ἐναλύω: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(big3_14) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[ensañarse]] c. dat. μέρεσι (σώματος) ἐναλύειν καὶ ἐνυβρίζειν ἀξιοῦσιν Ph.2.369, cf. 372.<br /><b class="num">2</b> [[ir de acá para allá]], [[moverse agitadamente]] ἡ κόμη ... ἐναλύουσα τῷ μετώπῳ Philostr.<i>Im</i>.1.10, τις ἀνὴρ ἐναλύων ταῖς ὄχθαις Hld.2.21.2, cf. 7.9.1.<br /><b class="num">3</b> fig. [[divagar]] ὅταν ἐναλύῃ αὐτοῖς ὁ λόγος cuando el relato divaga sobre estos temas</i> Philostr.<i>Im</i>.2.8. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[ensañarse]] c. dat. μέρεσι (σώματος) ἐναλύειν καὶ ἐνυβρίζειν ἀξιοῦσιν Ph.2.369, cf. 372.<br /><b class="num">2</b> [[ir de acá para allá]], [[moverse agitadamente]] ἡ κόμη ... ἐναλύουσα τῷ μετώπῳ Philostr.<i>Im</i>.1.10, τις ἀνὴρ ἐναλύων ταῖς ὄχθαις Hld.2.21.2, cf. 7.9.1.<br /><b class="num">3</b> fig. [[divagar]] ὅταν ἐναλύῃ αὐτοῖς ὁ λόγος cuando el relato divaga sobre estos temas</i> Philostr.<i>Im</i>.2.8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐναλύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εντρυφώ]], [[βρίσκω]] [[ευχαρίστηση]] ασχολούμενος με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[γλεντοκοπώ]], [[οργιάζω]]<br /><b>3.</b> περιπλανιέμαι [[κάπου]] («ἡ [[κόμη]] ἐναλύουσα τῷ μετώπῳ» — [[καθώς]] περιπλανιέται άτακτα στο [[μέτωπο]], Φιλόστρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
A = ἀλύω ἐν, revel in, exult over, c. dat., ἐ. καὶ ἐνυβρίζειν Ph. 2.369, cf.372; simply, dwell upon, ὅταν ἐναλύῃ αὐτοῖς ὁ λόγος Philostr. Im.2.8; θεραπείᾳ τῇ περὶ τὴν θεὸν ἐ. Hld.7.9; κόμη ἐναλύουσα τῷ μετώπῳ hair hanging wildly over the face, Philostr.Im.1.10.
German (Pape)
[Seite 826] darin herumschweifen, verweilen, Philostr. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναλύω: ἀλύω ἐν, Φιλόστρ. 823, κτλ.˙ κόμη ἐναλύουσα τῷ προσώπῳ, περιπλανωμένη ἀτάκτως ἐπὶ τοῦ προσώπου, ὁ αὐτὸς 779.
Spanish (DGE)
1 ensañarse c. dat. μέρεσι (σώματος) ἐναλύειν καὶ ἐνυβρίζειν ἀξιοῦσιν Ph.2.369, cf. 372.
2 ir de acá para allá, moverse agitadamente ἡ κόμη ... ἐναλύουσα τῷ μετώπῳ Philostr.Im.1.10, τις ἀνὴρ ἐναλύων ταῖς ὄχθαις Hld.2.21.2, cf. 7.9.1.
3 fig. divagar ὅταν ἐναλύῃ αὐτοῖς ὁ λόγος cuando el relato divaga sobre estos temas Philostr.Im.2.8.
Greek Monolingual
ἐναλύω (Α)
1. εντρυφώ, βρίσκω ευχαρίστηση ασχολούμενος με κάτι
2. γλεντοκοπώ, οργιάζω
3. περιπλανιέμαι κάπου («ἡ κόμη ἐναλύουσα τῷ μετώπῳ» — καθώς περιπλανιέται άτακτα στο μέτωπο, Φιλόστρ.).