ἐνθάδιος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(big3_15)
(12)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br />[[local]], [[propio del lugar]] σπείρεται σεῦτλον ἐνθάδιον <i>Gp</i>.12.1.3, cf. Hsch.
|dgtxt=-α, -ον<br />[[local]], [[propio del lugar]] σπείρεται σεῦτλον ἐνθάδιον <i>Gp</i>.12.1.3, cf. Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐνθάδιος]], -ία, -ον (Μ) [[ενθάδε]]<br /><b>1.</b> [[εγχώριος]], [[ντόπιος]]<br /><b>2.</b> [[σχετικός]] με συγκεκριμένο [[μέρος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ἐνθάδιον</i><br />[[ιδιοκτησία]], [[περιουσία]].
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθάδιος Medium diacritics: ἐνθάδιος Low diacritics: ενθάδιος Capitals: ΕΝΘΑΔΙΟΣ
Transliteration A: enthádios Transliteration B: enthadios Transliteration C: enthadios Beta Code: e)nqa/dios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον,

   A = ἐντόπιος, Hsch.: σεῦτλον ἐ. Gp.12.1.3.

German (Pape)

[Seite 841] der Hiesige, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθάδιος: -α, -ον, ἐντόπιος, ἐγχώριος, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 473, πρβλ. Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-α, -ον
local, propio del lugar σπείρεται σεῦτλον ἐνθάδιον Gp.12.1.3, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἐνθάδιος, -ία, -ον (Μ) ενθάδε
1. εγχώριος, ντόπιος
2. σχετικός με συγκεκριμένο μέρος
3. το ουδ. ως ουσ. το ἐνθάδιον
ιδιοκτησία, περιουσία.