ἐντεσιεργός: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(big3_15)
(12)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όν [[que trabaja provisto de arneses]] ἡμίονοι <i>Il</i>.24.277.
|dgtxt=-όν [[que trabaja provisto de arneses]] ἡμίονοι <i>Il</i>.24.277.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐντεσιεργός]], -όν (Α)<br />(για ημίονο) που σέρνει [[άμαξα]] («ζεῡξαν δ' ἡμιόνους... ἐντεσιεργούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντεσῐεργός Medium diacritics: ἐντεσιεργός Low diacritics: εντεσιεργός Capitals: ΕΝΤΕΣΙΕΡΓΟΣ
Transliteration A: entesiergós Transliteration B: entesiergos Transliteration C: entesiergos Beta Code: e)ntesiergo/s

English (LSJ)

όν,

   A working in harness, ἡμίονοι ἐ. draught-mules, Il. 24.277.

German (Pape)

[Seite 855] im Geschirr arbeitend, ziehend, ἡμίονοι Il. 24, 277.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντεσιεργός: -όν, ἐπὶ ἡμιόνων, ὑποζύγιος, ἕλκων ἅμαξαν καὶ μὴ ἁπλῶς νωτοφόρος, ζεῦξαν δ’ ἡμιόνους κρατερώνυχας ἐντεσιεργοὺς Ἰλ. Ω. 277.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille harnaché.
Étymologie: ἔντος, ἔργον.

Spanish (DGE)

-όν que trabaja provisto de arneses ἡμίονοι Il.24.277.

Greek Monolingual

ἐντεσιεργός, -όν (Α)
(για ημίονο) που σέρνει άμαξα («ζεῡξαν δ' ἡμιόνους... ἐντεσιεργούς», Ομ. Ιλ.).