ἐνώτιον: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
(big3_15)
(12)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἐνοιτ- <i>PDura</i> 30.21, <i>PEuphr</i>.12.18 (ambos III d.C.)<br />gener. plu. [[pendientes]], [[zarcillos]] A.<i>Fr</i>.102, Aen.Tact.31.7, LXX <i>Ge</i>.24.22, <i>IG</i> 11(2).161B.26 (Delos III a.C.), <i>Sel.Pap</i>.3.10 (I a.C.), Ath.331e, <i>PDura</i> l.c., Ael.<i>VH</i> 1.18, Pall.<i>V.Chrys</i>.10.6, tb. sg. Hedyl.1502P., D.L.3.42, <i>POxy</i>.3491.7 (II d.C.), <i>PEuphr</i>.l.c., Euagr.Pont.<i>Schol.Pr</i>.307.1, cf. [[ἐνώδιον]].
|dgtxt=-ου, τό<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἐνοιτ- <i>PDura</i> 30.21, <i>PEuphr</i>.12.18 (ambos III d.C.)<br />gener. plu. [[pendientes]], [[zarcillos]] A.<i>Fr</i>.102, Aen.Tact.31.7, LXX <i>Ge</i>.24.22, <i>IG</i> 11(2).161B.26 (Delos III a.C.), <i>Sel.Pap</i>.3.10 (I a.C.), Ath.331e, <i>PDura</i> l.c., Ael.<i>VH</i> 1.18, Pall.<i>V.Chrys</i>.10.6, tb. sg. Hedyl.1502P., D.L.3.42, <i>POxy</i>.3491.7 (II d.C.), <i>PEuphr</i>.l.c., Euagr.Pont.<i>Schol.Pr</i>.307.1, cf. [[ἐνώδιον]].
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐνώτιον]])<br />[[κόσμημα]] που κρέμεται από το [[αφτί]], [[σκουλαρίκι]] («[[ἐνώτιον]] χρυσοῡν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> <b>φρ.</b> «[[ενώτιον]] τροχίλου» — [[μεταλλικός]] ή [[σχοίνινος]] [[δακτύλιος]], με τον οποίο αναρτάται ο [[τρόχιλος]] που περιβάλλει τη [[θήκη]] του, κν. [[σκουλαρίκι]]<br /><b>2.</b> <b>αρχιτ.</b> <i>ενώτια</i><br />τα σφαιρικά τρίγωνα που παρεμβάλλονται [[ανάμεσα]] στα υπόβαθρα όπου επικάθεται ο [[τρούλλος]] και στη [[βάση]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ενωτὶ</i> (δοτ. εν. του <i>ούς</i>) με [[επίθημα]] -<i>ον</i>].
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνώτιον Medium diacritics: ἐνώτιον Low diacritics: ενώτιον Capitals: ΕΝΩΤΙΟΝ
Transliteration A: enṓtion Transliteration B: enōtion Transliteration C: enotion Beta Code: e)nw/tion

English (LSJ)

τό, (οὖς)

   A ear-ring, A.Fr.102, Testamentum Platonisap. D.L.3.42, Aen.Tact.31.7, IG11(2).161B26(Delos, iii B. C.), Hedyl. ap.Ath.8.345b, etc.; cf. ἐνώδιον.

German (Pape)

[Seite 861] τό, das Ohrgehänge, gew. im plur.; Aeschyl. bei Poll. 10, 175. 2, 83; Hedyl. Ath. VIII, 345 a; D. L. 3, 42. S. ἐνώδιον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνώτιον: τό, (οὖς), «σκουλαρίκι», Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 101, Ἡδύλος παρ᾿ Ἀθην. 345Β, Πλάτ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 42· πρβλ. ἐνῴδιον.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Grafía: graf. ἐνοιτ- PDura 30.21, PEuphr.12.18 (ambos III d.C.)
gener. plu. pendientes, zarcillos A.Fr.102, Aen.Tact.31.7, LXX Ge.24.22, IG 11(2).161B.26 (Delos III a.C.), Sel.Pap.3.10 (I a.C.), Ath.331e, PDura l.c., Ael.VH 1.18, Pall.V.Chrys.10.6, tb. sg. Hedyl.1502P., D.L.3.42, POxy.3491.7 (II d.C.), PEuphr.l.c., Euagr.Pont.Schol.Pr.307.1, cf. ἐνώδιον.

Greek Monolingual

το (AM ἐνώτιον)
κόσμημα που κρέμεται από το αφτί, σκουλαρίκιἐνώτιον χρυσοῡν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. ναυτ. φρ. «ενώτιον τροχίλου» — μεταλλικός ή σχοίνινος δακτύλιος, με τον οποίο αναρτάται ο τρόχιλος που περιβάλλει τη θήκη του, κν. σκουλαρίκι
2. αρχιτ. ενώτια
τα σφαιρικά τρίγωνα που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα υπόβαθρα όπου επικάθεται ο τρούλλος και στη βάση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενωτὶ (δοτ. εν. του ούς) με επίθημα -ον].