ἐξαναστέφω: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
(big3_15) |
(12) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[coronar]] fig. θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην [[αὖθις]] ἐξανέστεφον E.<i>Ba</i>.1055. | |dgtxt=[[coronar]] fig. θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην [[αὖθις]] ἐξανέστεφον E.<i>Ba</i>.1055. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξαναστέφω]] (Α)<br />[[στολίζω]] με [[στεφάνι]], [[στεφανώνω]] («θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην [[αὖθις]] ἐξανέστεφον», <b>Ευρ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
strengthd. for ἀναστέφω, E.Ba.1055.
German (Pape)
[Seite 868] ganz bekränzen, Eur. Bacch. 1055.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναστέφω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ ἀναστέφω, Εὐρ. Βάκχ. 1055.
French (Bailly abrégé)
couronner ou ceindre de nouveau.
Étymologie: ἐξ, ἀναστέφω.
Spanish (DGE)
coronar fig. θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον E.Ba.1055.
Greek Monolingual
ἐξαναστέφω (Α)
στολίζω με στεφάνι, στεφανώνω («θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον», Ευρ.).