ἐξάμβλωμα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
(big3_15)
(12)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[aborto]] ὄσπρια δὲ τὰ ἐξαμβλώματα (el soñar con) legumbres (significa) abortos</i> Artem.1.51, cf. Phryn.258, fig. Gr.Naz.M.35.1165C.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[aborto]] ὄσπρια δὲ τὰ ἐξαμβλώματα (el soñar con) legumbres (significa) abortos</i> Artem.1.51, cf. Phryn.258, fig. Gr.Naz.M.35.1165C.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐξάμβλωμα]])<br />[[έμβρυο]] πρόωρα γεννημένο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] τερατώδες [[γέννημα]] ή [[κατασκεύασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξάμβλωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εξαμβλώ]]. Η λ. σήμαινε αρχικά «[[προϊόν]] αποβολής» και πιο συγκεκριμένα «το [[έμβρυο]] που απεβλήθη με [[εξάμβλωση]], το απόβγαλμα», απ' όπου κατ' [[επέκταση]] [[καθετί]] που απορρίπτεται ως [[έκτρωμα]], τερατώδες [[κατασκεύασμα]]].
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάμβλωμα Medium diacritics: ἐξάμβλωμα Low diacritics: εξάμβλωμα Capitals: ΕΞΑΜΒΛΩΜΑ
Transliteration A: exámblōma Transliteration B: examblōma Transliteration C: eksamvloma Beta Code: e)ca/mblwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A abortion, Artem.1.51 (pl.).

German (Pape)

[Seite 867] τό, die Fehlgeburt, Artem. 1, 51.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάμβλωμα: τό, τὸ προώρως γεννηθέν, ἔκτρωμα, Ἀρτεμίδ. 1. 51, ἔνθα δύναται νὰ ληφθῇ καὶ ὡς = τῷ ἑπομ. Ἴδε Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
aborto ὄσπρια δὲ τὰ ἐξαμβλώματα (el soñar con) legumbres (significa) abortos Artem.1.51, cf. Phryn.258, fig. Gr.Naz.M.35.1165C.

Greek Monolingual

το (AM ἐξάμβλωμα)
έμβρυο πρόωρα γεννημένο
νεοελλ.
κάθε τερατώδες γέννημα ή κατασκεύασμα
αρχ.
εξάμβλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξαμβλώ. Η λ. σήμαινε αρχικά «προϊόν αποβολής» και πιο συγκεκριμένα «το έμβρυο που απεβλήθη με εξάμβλωση, το απόβγαλμα», απ' όπου κατ' επέκταση καθετί που απορρίπτεται ως έκτρωμα, τερατώδες κατασκεύασμα].