έξοχος: Difference between revisions

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
(12)
(No difference)

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔξοχος, -ον)
1. (για πρόσ.) αυτός που υπερέχει, υπέροχος, διακεκριμένος («έξοχος συγγραφέας»)
2. (για πράγμ.) εξαίρετος, άριστης ποιότητας («έξοχη παράσταση»)
3. (υπερθετικό) τιμητικός τίτλος επίσημων προσώπων («εξοχότατε κύριε πρόεδρε»)
αρχ.
αυτός που προεξέχει («πρῶνες ἔξοχοι», Πίνδ.).
επίρρ...
έξοχα (AM ἐξόχως και ἔξοδα)
α) λαμπρά, πολύ καλά
β) (AM) εξαιρετικά, κατ' εξαίρεσιν, ξεχωριστά
γ) (Α) περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον («ἐμέ δ' ἔξοχα πάντων ζήτει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο του ρ. εξ-έχω με την ετεροιωμένη βαθμίδα (οχ-) του ρ. έχω].