ἐπαινέτης: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(12) |
(12) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπαινέτης]], ο (θηλ. -ις) (AM) [[επαινώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που εγκωμιάζει, εξυμνεί, επαινεί κάποιον ή [[κάτι]] («ἐπαινέται δικαιοσύνης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που απαγγέλλει ραψωδίες, [[ραψωδός]] («θείᾳ μοίρᾳ Όμήρου δεινὸς [[ἐπαινέτης]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[οπαδός]], [[μαθητής]], [[θιασώτης]] («τοὺς Εὐσταθίου ἐπαινέτας».). | |mltxt=[[ἐπαινέτης]], ο (θηλ. -ις) (AM) [[επαινώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που εγκωμιάζει, εξυμνεί, επαινεί κάποιον ή [[κάτι]] («ἐπαινέται δικαιοσύνης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που απαγγέλλει ραψωδίες, [[ραψωδός]] («θείᾳ μοίρᾳ Όμήρου δεινὸς [[ἐπαινέτης]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[οπαδός]], [[μαθητής]], [[θιασώτης]] («τοὺς Εὐσταθίου ἐπαινέτας».). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἐπαινετής, ο (Μ)<br />αυτός που επαινεί κάποιον ή [[κάτι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A praiser, commender, Hp.Acut.6, Th.2.41, Pl.R.366e, Timocl. 8.9, etc.:—fem. ἐπαιν-έτις, ιδος, φιλοσοφία -έτις παμβασιλείας Them.Or. 18.219d. II rhapsodist, Pl.Ion536d; cf. ἐπαινέω IV.
German (Pape)
[Seite 895] ὁ, 1) der Lobende, Lobredner, Ὁμήροι Plat. Prot. 309 a; Thuc. 2, 11 u. Folgde. – 2 der Rhapsode, Plat. Ion 536 d. Vgl. ἐπαινέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαινέτης: -ου, ὁ, ὁ ἐπαινῶν τινα ἤ τι, Λατ. laudator, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξέων 384, Θουκ. 2. 41, Πλάτ. Πολ. 366D· Ὁμήρου δεινὸς εἶ ἐπαινέτης Πλάτ. Ἴων 536D· θηλ. ἐπαινέτις, ιδος, Θεμίστ. σ. 219D.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui loue, panégyriste.
Étymologie: ἐπαινέω.
Greek Monolingual
ἐπαινέτης, ο (θηλ. -ις) (AM) επαινώ
1. αυτός που εγκωμιάζει, εξυμνεί, επαινεί κάποιον ή κάτι («ἐπαινέται δικαιοσύνης», Πλάτ.)
2. αυτός που απαγγέλλει ραψωδίες, ραψωδός («θείᾳ μοίρᾳ Όμήρου δεινὸς ἐπαινέτης», Πλάτ.)
3. οπαδός, μαθητής, θιασώτης («τοὺς Εὐσταθίου ἐπαινέτας».).
Greek Monolingual
ἐπαινετής, ο (Μ)
αυτός που επαινεί κάποιον ή κάτι.