ἐπαναπήγνυμι: Difference between revisions
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
(6_23) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαναπήγνῡμι''': καὶ ποιητ. [[ἐπαμπήγνυμι]]: μέλλ. -πήξω, ἐμπήγω τι εἴς τι, Μέσ., δούρατ’ ἐπαμπήξασθαι βύρσῃ τε σπλάγχοισί τε, νὰ ἐμπήξωσι τὰ δόρατα εἴς τε τὸ δέρμα καὶ τὰ σπλάγχνα (τοῦ ταύρου ὂν ἔθυσαν), Ὀρφ. Ἀργον. 317. | |lstext='''ἐπαναπήγνῡμι''': καὶ ποιητ. [[ἐπαμπήγνυμι]]: μέλλ. -πήξω, ἐμπήγω τι εἴς τι, Μέσ., δούρατ’ ἐπαμπήξασθαι βύρσῃ τε σπλάγχοισί τε, νὰ ἐμπήξωσι τὰ δόρατα εἴς τε τὸ δέρμα καὶ τὰ σπλάγχνα (τοῦ ταύρου ὂν ἔθυσαν), Ὀρφ. Ἀργον. 317. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπαναπήγνυμι]] και ποιητ. τ. [[ἐπαμπήγνυμι]] (Α)<br />[[μπήγω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]], [[κυρίως]] στο [[έδαφος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
A fix in or on:—Med., δούρατ' ἐπαμπήξασθαι fix their spears in the ground, Orph.A.319.
German (Pape)
[Seite 900] (s. πήγνυμι), daran u. darauf befestigen, ἐπαμπήξασθαι Orph. Arg. 317.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναπήγνῡμι: καὶ ποιητ. ἐπαμπήγνυμι: μέλλ. -πήξω, ἐμπήγω τι εἴς τι, Μέσ., δούρατ’ ἐπαμπήξασθαι βύρσῃ τε σπλάγχοισί τε, νὰ ἐμπήξωσι τὰ δόρατα εἴς τε τὸ δέρμα καὶ τὰ σπλάγχνα (τοῦ ταύρου ὂν ἔθυσαν), Ὀρφ. Ἀργον. 317.
Greek Monolingual
ἐπαναπήγνυμι και ποιητ. τ. ἐπαμπήγνυμι (Α)
μπήγω μέσα σε κάτι, κυρίως στο έδαφος.