ἐπαναπήγνυμι

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαναπήγνῡμι Medium diacritics: ἐπαναπήγνυμι Low diacritics: επαναπήγνυμι Capitals: ΕΠΑΝΑΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: epanapḗgnymi Transliteration B: epanapēgnymi Transliteration C: epanapignymi Beta Code: e)panaph/gnumi

English (LSJ)

fix in or on:—Med., δούρατ' ἐπαμπήξασθαι fix their spears in the ground, Orph.A.319.

German (Pape)

[Seite 900] (s. πήγνυμι), daran u. darauf befestigen, ἐπαμπήξασθαι Orph. Arg. 317.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναπήγνῡμι: καὶ ποιητ. ἐπαμπήγνυμι: μέλλ. -πήξω, ἐμπήγω τι εἴς τι, Μέσ., δούρατ’ ἐπαμπήξασθαι βύρσῃ τε σπλάγχοισί τε, νὰ ἐμπήξωσι τὰ δόρατα εἴς τε τὸ δέρμα καὶ τὰ σπλάγχνα (τοῦ ταύρου ὂν ἔθυσαν), Ὀρφ. Ἀργον. 317.

Greek Monolingual

ἐπαναπήγνυμι και ποιητ. τ. ἐπαμπήγνυμι (Α)
μπήγω μέσα σε κάτι, κυρίως στο έδαφος.