ἐπάρδω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>prés.</i><br />arroser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἄρδω]].
|btext=<i>prés.</i><br />arroser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἄρδω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπάρδω]] (AM) και ἐπαρδῶ (Μ)<br />[[αρδεύω]], [[ποτίζω]] («τὴν χώραν ὅσην ὁ ποταμὸς ὁ Πολυτίμητος ἐπάρδων ἐπέρχεται», Αρρ.)<br />και μτφ. «τοιαύταις ἀρεταῑς ἁπαλὴν ἔτι τὴν ψυχὴν ἐπάρδων» (<b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ξεδιψώ]], ξεδιψάζω<br /><b>αρχ.</b><br />(για το [[σώμα]]) τρέφομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[άρδω]] ([[παράλληλος]] τ. του [[αρδεύω]]) «[[ποτίζω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάρδω Medium diacritics: ἐπάρδω Low diacritics: επάρδω Capitals: ΕΠΑΡΔΩ
Transliteration A: epárdō Transliteration B: epardō Transliteration C: epardo Beta Code: e)pa/rdw

English (LSJ)

   A irrigate, Arr.An.4.6.5: metaph., ἐ. ἀρεταῖς τὴν ψυχήν Luc.Am.45, cf. LXX 4 Ma.1.29, Plot.6.7.33; ὁ δικαστὴς τὰ δίκαια ἐ. τοῖς ἐντευξομένοις Ph.2.345; Ἀττικὰ ἐ. τὰ νάματα [τῇ ψυχῇ] Him.Ecl.32.6:—Pass., J.BJ4.8.3; of the body by nourishment, Ti.Locr.102b.

German (Pape)

[Seite 904] bewässern, benetzen, Tim. Locr. 102 b; Arr. An. 4, 6, 11 ὁ ποταμὸς τὴν χώραν; übertr., ἀρεταῖς τὴν ψυχήν Luc. Gymn. 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάρδω: ἀρδεύω, ποτίζω, Ἀρρ. Ἀν. 4. 6, 11· μεταφ., ἐπάρδειν ἀρεταῖς τὴν ψυχὴν Λουκ. Ἀνάχ. 26· ἐν τῷ Παθ., Τίμ. Λοκρ. 102Β.

French (Bailly abrégé)

prés.
arroser.
Étymologie: ἐπί, ἄρδω.

Greek Monolingual

ἐπάρδω (AM) και ἐπαρδῶ (Μ)
αρδεύω, ποτίζω («τὴν χώραν ὅσην ὁ ποταμὸς ὁ Πολυτίμητος ἐπάρδων ἐπέρχεται», Αρρ.)
και μτφ. «τοιαύταις ἀρεταῑς ἁπαλὴν ἔτι τὴν ψυχὴν ἐπάρδων» (Λουκιαν.)
μσν.
μτφ. ξεδιψώ, ξεδιψάζω
αρχ.
(για το σώμα) τρέφομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άρδω (παράλληλος τ. του αρδεύω) «ποτίζω»].