ἐπενδύνω: Difference between revisions
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>c.</i> [[ἐπενδύομαι]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐνδύνω]]. | |btext=<i>c.</i> [[ἐπενδύομαι]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐνδύνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπενδύνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φορώ]] [[κάτι]] [[επάνω]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[φορώ]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> [[ντύνω]] κάποιον με επενδύτη, του [[φοράω]] [[πανωφόρι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ] or ἐπεν-δύω,
A put on over, ἐπὶ τοῦτον ἄλλον κιθῶνα Hdt.1.195:—Med., -σάμενος χιτῶνα J.AJ3.7.4; πολλὰ σώματα Aen.Gaz. Thphr.p.60 B.: —Pass. (with aor. 2 part. -δύντες J.AJ5.1.12), have on over, ἐσθῆτας ἐπενδεδυμένοι γυναικείας τοῖς θώραξι Plu.Pel.11.
German (Pape)
[Seite 915] = ἐπενδύομαι, ἄλλον κιθῶνα Her. 1, 195; med., B. A. 260.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπενδύνω: ῡ, φορῶ ἐπάνω εἰς ἄλλο ἔνδυμα, καὶ ἐπὶ τοῦτον ἄλλον εἰρίνεον κιθῶνα ἐπενδύει Ἡρόδ. 1. 195. ― Παθ. ἐπενδύομαι, ἐνδύομαι ἐπί τινι, ἐσθῆτας γυναικείας ἐπενδεδυμένοι τοῖς θώραξι, δηλ. ἐνδεδυμένοι ἐπὶ τοῖς θώραξι, Πλουτ. Πελοπίδ. 11· πρβλ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 1, 12· ― τὸ δὲ ἐπενδύω, μεταβ., ἐνδύω τινὰ δι’ ἐπενδύτου, «ἐπαμφιάζοντες· ἐπενδύοντες» Ἠσύχ.
French (Bailly abrégé)
c. ἐπενδύομαι.
Étymologie: ἐπί, ἐνδύνω.
Greek Monolingual
ἐπενδύνω (Α)
1. φορώ κάτι επάνω από κάτι άλλο, φορώ επί πλέον
2. ντύνω κάποιον με επενδύτη, του φοράω πανωφόρι.