ἐπενδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=donner en outre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐνδίδωμι]].
|btext=donner en outre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐνδίδωμι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπενδίδωμι]], (Α)<br /><b>1.</b> [[δίνω]] επί [[πλέον]] («πεπτωκότι τρίτην [[ἐπενδίδωμι]]» — και πεσμένο τον [[χτυπώ]] για [[τρίτη]] [[φορά]], του [[δίνω]] και το τρίτο [[χτύπημα]], <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπενδίδωμι Medium diacritics: ἐπενδίδωμι Low diacritics: επενδίδωμι Capitals: ΕΠΕΝΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: ependídōmi Transliteration B: ependidōmi Transliteration C: ependidomi Beta Code: e)pendi/dwmi

English (LSJ)

   A give over and above, ἐ. τρίτην I put in yet a third blow, A. Ag.1386.

German (Pape)

[Seite 915] (s. δίδωμι), noch dazu, daraufgeben, Aesch. Ag. 1359.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπενδίδωμι: μέλλ. -δώσω, δίδω ἐπὶ πλέον, πεπτωκότι τρίτην ἐπενδίδωμι (πληγήν), ἐπιπροστίθημι καὶ τρίτον κτύπημα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1386. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπενδόμενοι· ἐπεοειδόμενοι».

French (Bailly abrégé)

donner en outre.
Étymologie: ἐπί, ἐνδίδωμι.

Greek Monolingual

ἐπενδίδωμι, (Α)
1. δίνω επί πλέον («πεπτωκότι τρίτην ἐπενδίδωμι» — και πεσμένο τον χτυπώ για τρίτη φορά, του δίνω και το τρίτο χτύπημα, Αισχύλ.).