ἐπιβρέχω: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
(6_13a)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιβρέχω''': μέλλ. -ξω, [[ἐπιχέω]] [[ὕδωρ]] [[ἐπάνω]] εἴς τι, [[ἐπιβρέχω]], καὶ γὰρ ἐπιβρέχουσιν (ὑποβρέχουσιν Wimmer) εἰς τὴν τρύπησιν Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 3· [[ἐφύω]], [[πέμπω]] ὡς βροχήν, ἐπιβρέξει ἐπὶ ἁμαρτωλοὺς παγίδας, πῦρ καὶ [[θεῖον]] Ἑβδ. (Ψαλ. Ι´, 6)· [[λούω]], ἐπιβρέχειν τὸν στόμαχον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.
|lstext='''ἐπιβρέχω''': μέλλ. -ξω, [[ἐπιχέω]] [[ὕδωρ]] [[ἐπάνω]] εἴς τι, [[ἐπιβρέχω]], καὶ γὰρ ἐπιβρέχουσιν (ὑποβρέχουσιν Wimmer) εἰς τὴν τρύπησιν Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 3· [[ἐφύω]], [[πέμπω]] ὡς βροχήν, ἐπιβρέξει ἐπὶ ἁμαρτωλοὺς παγίδας, πῦρ καὶ [[θεῖον]] Ἑβδ. (Ψαλ. Ι´, 6)· [[λούω]], ἐπιβρέχειν τὸν στόμαχον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιβρέχω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[βρέχω]], [[καταβρέχω]] την [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] σαν [[βροχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>απρόσ.</b> <i>ἐπιβρέχει</i><br />βρέχει.
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβρέχω Medium diacritics: ἐπιβρέχω Low diacritics: επιβρέχω Capitals: ΕΠΙΒΡΕΧΩ
Transliteration A: epibréchō Transliteration B: epibrechō Transliteration C: epivrecho Beta Code: e)pibre/xw

English (LSJ)

   A pour water on, water, cj. for ἀποβρίθουσι in Thphr.HP 5.3.3; rain upon, παγίδας ἐπί τινας LXX Ps.10(11).6.    II. impers., it rains, Simp. in Epict.p.92D.

German (Pape)

[Seite 930] von oben, auf der Oberfläche benetzen, anfeuchten, u. übh. bewässern, einweichen, Theophr. u. Sp.; ὅταν μὴ ἐπιβρέξῃ, wenn es nicht darauf regnet, Simpl. ad Epict. p. 347.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβρέχω: μέλλ. -ξω, ἐπιχέω ὕδωρ ἐπάνω εἴς τι, ἐπιβρέχω, καὶ γὰρ ἐπιβρέχουσιν (ὑποβρέχουσιν Wimmer) εἰς τὴν τρύπησιν Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 3· ἐφύω, πέμπω ὡς βροχήν, ἐπιβρέξει ἐπὶ ἁμαρτωλοὺς παγίδας, πῦρ καὶ θεῖον Ἑβδ. (Ψαλ. Ι´, 6)· λούω, ἐπιβρέχειν τὸν στόμαχον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.

Greek Monolingual

ἐπιβρέχω (AM)
1. βρέχω, καταβρέχω την επιφάνεια
2. ρίχνω σαν βροχή
αρχ.
απρόσ. ἐπιβρέχει
βρέχει.