ἐπίμεστος: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
(6_16)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίμεστος''': -ον, [[ὑπερπλήρης]], δώσει πάντ’ ἐπίμεστα, ὑπέρπλεα, Καλλ. εἰς Δήμ. 134· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Φερεκρ. παρ’ Ἡσυχ. (ἐν Ἀδήλ. 34)· «ἐπίμεστα πλουτῶν: [[οἷον]] ὑπερβάλλοντι τῷ μέτρῳ ἀντὶ τοῦ [[πάνυ]] πλουτῶν» Φρύν. ἐν Α. Β. 40. 4.
|lstext='''ἐπίμεστος''': -ον, [[ὑπερπλήρης]], δώσει πάντ’ ἐπίμεστα, ὑπέρπλεα, Καλλ. εἰς Δήμ. 134· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Φερεκρ. παρ’ Ἡσυχ. (ἐν Ἀδήλ. 34)· «ἐπίμεστα πλουτῶν: [[οἷον]] ὑπερβάλλοντι τῷ μέτρῳ ἀντὶ τοῦ [[πάνυ]] πλουτῶν» Φρύν. ἐν Α. Β. 40. 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίμεστος]], -ον (Α)<br />πολύ [[γεμάτος]], [[υπερπλήρης]].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμεστος Medium diacritics: ἐπίμεστος Low diacritics: επίμεστος Capitals: ΕΠΙΜΕΣΤΟΣ
Transliteration A: epímestos Transliteration B: epimestos Transliteration C: epimestos Beta Code: e)pi/mestos

English (LSJ)

ον,

   A filled up, in full measure, δωσεῖ πάντ' ἐπίμεστα Call. Cer.134, Poll.4.170: neut. pl. as Adv., Pherecr.190, Phryn.PS p.70B.

German (Pape)

[Seite 962] angefüllt, voll, πλουτῶν, wird B. A. 40 πάνυ πλουτῶν erkl.; übh. reichlich, Callim. Cer. 134.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμεστος: -ον, ὑπερπλήρης, δώσει πάντ’ ἐπίμεστα, ὑπέρπλεα, Καλλ. εἰς Δήμ. 134· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Φερεκρ. παρ’ Ἡσυχ. (ἐν Ἀδήλ. 34)· «ἐπίμεστα πλουτῶν: οἷον ὑπερβάλλοντι τῷ μέτρῳ ἀντὶ τοῦ πάνυ πλουτῶν» Φρύν. ἐν Α. Β. 40. 4.

Greek Monolingual

ἐπίμεστος, -ον (Α)
πολύ γεμάτος, υπερπλήρης.