ἐπίπλασμα: Difference between revisions
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
(6_21) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίπλασμα''': τό, ἔμπλαστρον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 805. | |lstext='''ἐπίπλασμα''': τό, ἔμπλαστρον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 805. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ἐπίπλασμα]]) [[επιπλάσσω]]<br />[[έμπλαστρο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />συγκολλητική πλαστική ύλη που χρησιμοποιείται για το [[φράξιμο]] ([[γέμισμα]]) ρωγμών, ραγάδων, χασμάτων κ.λπ., [[στόκος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A plaster, Hp.Art.40, Aret.CA1.1, Lyc. ap. Orib.9.25.1, etc.
German (Pape)
[Seite 970] τό, das Daraufgestrichene, Pflaster, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπλασμα: τό, ἔμπλαστρον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 805.
Greek Monolingual
το (Α ἐπίπλασμα) επιπλάσσω
έμπλαστρο
νεοελλ.
συγκολλητική πλαστική ύλη που χρησιμοποιείται για το φράξιμο (γέμισμα) ρωγμών, ραγάδων, χασμάτων κ.λπ., στόκος.