ἐπιπλοκήλη: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
(6_9) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιπλοκήλη''': ἡ, ([[ἐπίπλοον]], [[κήλη]]) «[[ἐπιπλοκήλη]] ἐστὶν [[ὀλίσθησις]] ἐπίπλου κατὰ τὸ [[μέρος]] τοῦ ὀσχέου», κοινῶς «σπάσιμον», Γαλην. 19. 448. 10· [[ἐντεῦθεν]] ἐπιπλοκηλικός, ὁ, ὁ ἔχων τοιοῦτον [[πάθημα]], ὁ αὐτ. ἐν τ. 2. σ. 396Ε. | |lstext='''ἐπιπλοκήλη''': ἡ, ([[ἐπίπλοον]], [[κήλη]]) «[[ἐπιπλοκήλη]] ἐστὶν [[ὀλίσθησις]] ἐπίπλου κατὰ τὸ [[μέρος]] τοῦ ὀσχέου», κοινῶς «σπάσιμον», Γαλην. 19. 448. 10· [[ἐντεῦθεν]] ἐπιπλοκηλικός, ὁ, ὁ ἔχων τοιοῦτον [[πάθημα]], ὁ αὐτ. ἐν τ. 2. σ. 396Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἐπιπλοκήλη]])<br /><b>ιατρ.</b> [[μορφή]] κήλης που χαρακτηρίζεται από την [[πτώση]] του επίπλου [[μέσα]] στον κηλικό σάκο. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A hernia of the omentum, Gal.7.36:—hence ἐπιπλο-κηλικός, ὁ, one who suffers from it, Id.14.789.
German (Pape)
[Seite 970] ἡ, Netzbruch, Gal.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπλοκήλη: ἡ, (ἐπίπλοον, κήλη) «ἐπιπλοκήλη ἐστὶν ὀλίσθησις ἐπίπλου κατὰ τὸ μέρος τοῦ ὀσχέου», κοινῶς «σπάσιμον», Γαλην. 19. 448. 10· ἐντεῦθεν ἐπιπλοκηλικός, ὁ, ὁ ἔχων τοιοῦτον πάθημα, ὁ αὐτ. ἐν τ. 2. σ. 396Ε.
Greek Monolingual
η (Α ἐπιπλοκήλη)
ιατρ. μορφή κήλης που χαρακτηρίζεται από την πτώση του επίπλου μέσα στον κηλικό σάκο.