ἐπιρραπίζω: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(6_2) |
(13) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιρρᾰπίζω''': [[ῥαπίζω]], κτυπῶ, τινὰ κατὰ κόρρης Ἀρισταίν. 1. 4· ἐπ. τὸ πῦρ ([[ἴσως]] ἐπιρραντίζειν) Διον. Ἁλ. 1. 59. 2) μεταφ., ἐπιπλήττω, Ἀθήν. 168F, 422C. | |lstext='''ἐπιρρᾰπίζω''': [[ῥαπίζω]], κτυπῶ, τινὰ κατὰ κόρρης Ἀρισταίν. 1. 4· ἐπ. τὸ πῦρ ([[ἴσως]] ἐπιρραντίζειν) Διον. Ἁλ. 1. 59. 2) μεταφ., ἐπιπλήττω, Ἀθήν. 168F, 422C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιρραπίζω]] (AM) [[ραπίζω]]<br />[[ραπίζω]], [[χτυπώ]] με [[ραβδί]]<br /><b>μσν.</b><br />[[στηλιτεύω]], [[χτυπώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> «[[ἐπιρραπίζω]] τὸ πῡρ» — [[σβήνω]] τη [[φωτιά]] με ραβδισμούς<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιπλήττω]], [[ονειδίζω]] («ἐπερράπισε Δημήτριον τὸν Φαληρέα σὺν τῇ πήρᾳ τῶν ἄρτων», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>3.</b> [[χτυπώ]] με [[ειρωνεία]], [[ειρωνεύομαι]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για [[κίνηση]]) αναστέλλομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
A smite, τινὰ κατὰ κόρρης Aristaenet.1.4; ἐ. τὸ πῦρ beat it out, D.H.1.59. 2. metaph., rebuke, Diog.Bab.Stoic.3.221 (Pass.), Sosicr. ap. Ath.10.422c, Herm.in Phdr.p.85A. 3. Pass., to be checked, of motion, Olymp.in Mete.24.20.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρᾰπίζω: ῥαπίζω, κτυπῶ, τινὰ κατὰ κόρρης Ἀρισταίν. 1. 4· ἐπ. τὸ πῦρ (ἴσως ἐπιρραντίζειν) Διον. Ἁλ. 1. 59. 2) μεταφ., ἐπιπλήττω, Ἀθήν. 168F, 422C.
Greek Monolingual
ἐπιρραπίζω (AM) ραπίζω
ραπίζω, χτυπώ με ραβδί
μσν.
στηλιτεύω, χτυπώ
αρχ.
1. «ἐπιρραπίζω τὸ πῡρ» — σβήνω τη φωτιά με ραβδισμούς
2. μτφ. επιπλήττω, ονειδίζω («ἐπερράπισε Δημήτριον τὸν Φαληρέα σὺν τῇ πήρᾳ τῶν ἄρτων», Αθήν.)
3. χτυπώ με ειρωνεία, ειρωνεύομαι
4. παθ. (για κίνηση) αναστέλλομαι.