ἐπιτρόχαλος: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui court <i>ou</i> coule rapidement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], τρόχαλος.
|btext=ος, ον :<br />qui court <i>ou</i> coule rapidement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], τρόχαλος.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτρόχαλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ελαφρός]], [[ευκίνητος]], γρήγορος («ούκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῑς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[ταχύς]], αυτός που ρέει με [[ταχύτητα]] («[[ἐπιτρόχαλος]] καὶ καταφερὴς [[ῥύσις]] τῆς λέξεως», Δίον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπιτρόχαλον<br />πυκνῶς καὶ [[ταχέως]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τροχαλός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τροχός]])].
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτρόχᾰλος Medium diacritics: ἐπιτρόχαλος Low diacritics: επιτρόχαλος Capitals: ΕΠΙΤΡΟΧΑΛΟΣ
Transliteration A: epitróchalos Transliteration B: epitrochalos Transliteration C: epitrochalos Beta Code: e)pitro/xalos

English (LSJ)

   A on, quickly passing, 'tripping', χρόνοι D.H.Comp.18 : metaph., glib, flowing, ῥύσις τῆς λέξεως Id.Dem.40.

German (Pape)

[Seite 997] darüber hinlaufend, flüchtig, χρόνοι D. Hal. C. V. 18; schnell, καὶ καταφερὴς ῥύσις τῆς λέξεως iud. Dem. 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτρόχᾰλος: -ον, ἐπὶ ῥυθμῶν, γοργός, οὐκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῖς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 18· μεταφ., ταχύς, ταχέως ῥέων, ὁ αὐτ. περὶ Δημ. 40. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπιτρόχαλον· πυκνῶς καὶ ταχέως».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court ou coule rapidement.
Étymologie: ἐπί, τρόχαλος.

Greek Monolingual

ἐπιτρόχαλος, -ον (Α)
1. ελαφρός, ευκίνητος, γρήγορος («ούκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῑς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους», Διον. Αλ.)
2. ταχύς, αυτός που ρέει με ταχύτηταἐπιτρόχαλος καὶ καταφερὴς ῥύσις τῆς λέξεως», Δίον. Αλ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιτρόχαλον
πυκνῶς καὶ ταχέως».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τροχαλός (< τροχός)].