ἔποψ: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ἔποπος (ὁ) :<br />huppe, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' onomatopée.
|btext=ἔποπος (ὁ) :<br />huppe, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' onomatopée.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἔποψ]], Μ και [[ἔποπος]])<br />το γνωστότερο στην [[Ελλάδα]] [[είδος]] τών εποπιδών, ο [[τσαλαπετεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ονοματοποιία από την [[κραυγή]] του πουλιού [[εποποί]], [[ποποπό]], όπως αυτή μαρτυρείται στους κωμικούς. Αναλογικός [[σχηματισμός]] [[προς]] τα <i>μέρ</i>-<i>οψ</i> «[[μελισσοφάγος]]», <i>δρύ</i>-<i>οψ</i> «[[δρυοκολάπτης]]» Αντιστοιχεί στα αρμ. <i>popop</i>, λατ. <i>upupa</i>, λεττ. <i>pupukis</i>, που δηλώνουν [[επίσης]] τον τσαλαπετεινό].
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔποψ Medium diacritics: ἔποψ Low diacritics: έποψ Capitals: ΕΠΟΨ
Transliteration A: épops Transliteration B: epops Transliteration C: epops Beta Code: e)/poy

English (LSJ)

οπος, ὁ,

   A hoopoe, Upupa epops, so called from its cry, Epich. 166, Ar.Av.226, Arist.HA615a16, Ant.Lib.11.10, etc.; ἐπόπτην ἔποπα τῶν αὑτοῦ κακῶν A.Fr.304.

German (Pape)

[Seite 1011] οπος, ὁ, der Wiedehopf, nach seinem Rufe benannt, wie das lat. upupa, vgl. Aeschyl. (fr. 291) bei Arist. H. A. 9, 49 two ein Wortspiel gemacht ist, ἐπόπτης τῶν αὑτοῦ κακῶν, mit Anspielung auf die Verwandlung des Tereus); Ar. Av. u. sonst. – Bei Hesych. auch = ἐπόπτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἔποψ: -οπος, ὁ, «ποῦπος», «πουπούτης», «τσαλαπετεινός», Λατ. upupa, οὕτω κληθεὶς ἐκ τῆς φωνῆς αὐτοῦ, Ἐπιχ. 116 Ahr., Ἀριστοφ. Ὄρν. 226 κ. ἀλλ.· ὅρα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305, ἔνθα ὑπάρχει φανταστική τις παραγωγή, ἔποψ ἐπόπτης τῶν αὑτοῦ κακῶν. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἔποψ· ἐπόπτης δυνάστης, καὶ εἶδος ὀρνέου».

French (Bailly abrégé)

ἔποπος (ὁ) :
huppe, oiseau.
Étymologie: onomatopée.

Greek Monolingual

ο (AM ἔποψ, Μ και ἔποπος)
το γνωστότερο στην Ελλάδα είδος τών εποπιδών, ο τσαλαπετεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ονοματοποιία από την κραυγή του πουλιού εποποί, ποποπό, όπως αυτή μαρτυρείται στους κωμικούς. Αναλογικός σχηματισμός προς τα μέρ-οψ «μελισσοφάγος», δρύ-οψ «δρυοκολάπτης» Αντιστοιχεί στα αρμ. popop, λατ. upupa, λεττ. pupukis, που δηλώνουν επίσης τον τσαλαπετεινό].